Σηκώθηκα μετά από πολύ ώρα και κατευθύνθηκα προς τον Κουβαρά για να καταλήξω στο Λαγονήσι. Παραλιακή, Πέμπτη βράδυ με όλους τους "πιλότους" τριγύρω μου να προσπαθούν να κατεβάσουν χρόνους. Στα Λιμανάκια είχα γυρίσει στην πραγματικότητα αγχωμένος να τελειώσει το βασανιστήριο και αφού μπήκα στον "πολιτισμό" της υποκουλτούρας των μπουζουκομάγαζων της Γλυφάδας και της υπόλοιπης παραλιακής, γεμάτη γυαλισμένα αυτοκίνητα, απαστράπτουσες γυναικείες παρουσίες και πλαστικά χαμόγελα, να φωτογραφίζονται στα κινητά τους για να δουν όλοι πόσο γαμάτα περνούν, η ανάγκη για απομόνωση έγινε μεγαλύτερη. Το Σαββατοκύριακο όπως και αν ξημερώσει εγώ θα φύγω στις ερημιές...
Την Παρασκευή ο Ντίνος μπλεγμένος με την δουλειά του, είδε πως δεν τον έπαιρνα. Εγώ το πρόγραμμα μου δεν θα το άλλαζα. Σάββατο μόλις τελείωνα θα έφευγα. Έτσι Παρασκευή απόγευμα, κατέβηκα στο γκαράζ και ετοίμασα τις βαλίτσες με τα κατασκηνωτικά απαραίτητα για μια διανυκτέρευση, και για κάποιο λόγο έβγαλα τα χωμάτινα (μπότες, μπουφάν). Χαμογέλασα πονηρά, ενώ στην πραγματικότητα ήξερα πως δε θα μπω καθόλου στο χώμα. Το πρόγραμμα που έβγαλα στο μυαλό μου είναι να ξεκινήσω περίπου 14:00 να σταματήσω μόλις ζεσταθώ, και νωρίς το απόγευμα να έχω βρει το μέρος που θα στήσω την σκηνή μου.
Το Σάββατο το μεσημέρι με το που έχω τελειώσει όλες τις επαγγελματικές υποχρεώσεις, ξεκινάω να ετοιμαστώ και χτυπάει το κινητό μου. Ο Ντίνος μου λέει να του στείλω το στίγμα που θα βρίσκομαι και θα έρθει. Κανονίζουμε να φύγουμε παρέα και έτσι 16:00 είμαστε ντυμένοι, φορτωμένοι στο σημείο του ραντεβού και βάζουμε μπροστά τις μοτοσυκλέτες να ξεκινήσουμε. Περνάμε τα βαρετά διαδικαστικά χιλιόμετρα της Ε.Ο. μέχρι την Χαλκίδα. Ανεφοδιασμός σε βενζίνη και βάζουμε πλώρη προς την Δίρφυ. Μέχρι εκεί η ζέστη μας είχε ταλαιπωρήσει αρκετά αλλά ο καιρό μας αποζημίωσε βγάζοντας ένα υπέροχο αεράκι που μας συντρόφευσε μέχρι την Στενή. Τα γλυκά στην Στενή μας φώναζαν καθώς επίσης έπρεπε να κάνουμε και κάποιες απαραίτητες αγορές σε προμήθειες για να περάσει η νύχτα. Καφεδάκι με γλυκό (εκμέκ κανταΐφι) και καπάκι στο περίπτερο. Μπόλικες μπίρες να μας φτάσουν, κανένα ξηρό καρπό να μασουλάμε, μερικά κριτσίνια και πάγο. Στις μηχανές κάναμε μια αναδιάταξη, αφού έδωσα μερικά πράγματα μου στον Ντίνο, και κάποια τα έβαλα στον σάκο πίσω, γιατί η δεξιά βαλίτσα έπρεπε να είναι άδεια. Αδειάσαμε τον πάγο μέσα στην βαλίτσα, τις μπίρες και τα νερά από πάνω, και πάγο ξανά από πάνω. Το απόλυτο ψυγείο της κατασκήνωσης.
Ξεκινήσαμε με γεμάτες μπαταρίες το ανηφορικό παιχνιδιάρικο στροφιλίκι για την κορφή του περάσματος, ελαφρώς σβέλτα. Λίγο ότι μας είχε λείψει η οδήγηση, λίγο ο αεράκι που έσκαγε πάνω μας φτάσαμε στην κορφή λίγο πιο γρήγορα από όσο συνήθως. Χωρίς να ρωτήσω τον Ντίνο, βγαίνω στην έξοδο με τον χωματόδρομο για το καταφύγιο της Δίρφης. Έχω φορτώσει την τρίτη μου, παρόλο που δεν έχω λάστιχα με τακούνι και ανηφορίζω όσο πιο ψηλά γίνεται, ο χωματόδρομος, γίνεται κροκάλα, και από εκεί μυτερές κοφτερές πέτρες όπως σε κάθε βουνό πάνω από τα 1500 μέτρα. Κόβω ταχύτητα να προστατεύσω όσο γίνεται τα λάστιχα μου. Ο δρόμος στενεύει, μικρά νεροφάγωματα από τα χειμωνιάτικα χιόνια, και 3 χιλιόμετρα μετά βλέπουμε το καταφύγιο. Το προσπερνάω και σταματώ 200 μέτρα μετά στα τελευταία έλατα που υπάρχουν στο βουνό. Εκεί είναι που κατασκηνώνω πάντα όταν ανεβαίνω ορειβατικά. Φτάνει ο Ντίνος κατεβαίνει από την μηχανή, πάει να βγάλει το κινητό από την τσέπη του αλλά δεν είναι εκεί. Το είχε ξεχάσει πάνω στην βάση της μοτοσυκλέτας και κάπου στον χωματόδρομο έφυγε από την βάση. Δεν προλαβαίνουμε ούτε φωτογραφία να βγάλουμε. Φεύγουμε πίσω να βρούμε το κινητό του. Πολύ αργά πλέον, καθιστοί κοιτώντας ο καθένας από μια άκρη του δρόμου να βρούμε το κινητό, γεμάτοι άγχος γιατί είναι εργαλείο δουλειάς. Τελικά η συσκευή είχε φύγει στα πρώτα 100 μέτρα του χωματόδρομου, έπεσε χωρίς να πάθει απολύτως τίποτα.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ