Τα 1980s ήταν τα παιδιά των 1960s, κάτι το οποίο γενικά το ξεχνάμε. Παρολ’ αυτά αντιμετωπίστηκαν από τους κολλημένους στο εξιδανικευμένο παρελθόν «εκδρομείς του '60» με απαξίωση, σαν μια «αφασική νεολαία» που δεν ξέρει να μιλάει (οι παλιοί θα θυμούνται τι είχε συμβεί στην έκθεση και τις λέξεις αρωγή και ευδοκίμηση) και ακούει αποβλακωτική μουσική, μια γενιά απολιτίκ η οποία
δεν είχε να επιδείξει αγώνες όπως εκείνη του Πολυτεχνείου ή του 1-1-4 (με τόση αντίσταση πάντως αναρωτιέσαι πως άντεξε η χούντα 7 ήσυχα χρόνια στην εξουσία). Από πάνω
έτρωγε και ξύλο από τα ΜΑΤ στις διάφορες επιχειρήσεις «Αρετή», τα στέκια δέχονταν συχνές «φιλικές» επισκέψεις για εξακριβώσεις στοιχείων, πολλές φορές έβαζαν λουκέτο (όπως έκανε
ο Τρίτσης με τα πανκ μαγαζιά της Πλάκας –να θυμηθούμε Αρετούσα, Skylab, Σοφίτα).
Η διάσπαση της νεολαίας σε υποκουλτούρες ήταν συνεπώς αποτέλεσμα και αυτής της πίεσης, αλλά και μιας (ίσως ασυνείδητης) αντίδρασης στην ακατάσχετη μοδάτη πολιτικοποίηση των αντάρτικων λημεριών της Μεταπολίτευσης. Η δε ευρύτατη εξάπλωση ενός σκοτεινού, εσωστρεφούς και πεσιμιστικού ήχου με επίκεντρο πλέον το άτομο και όχι μια ισοπεδωτική μαζική συλλογικότητα –όπου η απόγνωση έμοιαζε πιο σημαντική από την αμφισβήτηση– δεν ήταν άσχετη με όλο αυτό το κλίμα.
Η δημιουργικότητα όμως άνθησε. Σε πείσμα και ερήμην πολλές φορές της εγχώριας μουσικής βιομηχανίας (ποιος γέλασε;). Ήταν κι αυτός
ο πανκ άνεμος που ήρθε από την Εσπερία, έστω με μια μικρή αναμενόμενη καθυστέρηση, ο οποίος πήρε και σήκωσε ελιτίστικους φραγμούς και ...ωδικές προκαταλήψεις. Οριακές αποδείχθηκαν και
οι συναυλίες των πρώτων χρόνων: Police, Bauhaus, Birthday Party, New Order. Δεν έχω στοιχεία, αλλά υποθέτω ότι πολλά παιδιά μετά από εκείνες τις συναυλίες παρακινήθηκαν να φτιάξουν τα δικά τους γκρουπάκια (μπορεί ακόμη κι εκείνος που έφαγε στο ...κεφάλι τη μελόντικα του Bernard Sumner).
Οι συνθήκες δημιουργίας μουσικής μοιάζουν βέβαια
πρωτόγονα ρομαντικές μέσα από τη σημερινή ματιά (και είναι), αλλά μιλάμε για έναν ρομαντισμό «υποχρεωτικό», επιβεβλημένο από το περιβάλλον, ο οποίος απαιτούσε και μεγάλη δόση προσωπικής τρέλας. Όσο λοιπόν κι αν θέλω να αποφύγω τις δακρύβρεχτες «ηρωικές» ελεγείες, δεν μπορώ να μην αναλογιστώ τις δυσκολίες που ορθώνονταν στην πορεία ενός συγκροτήματος.
Είχε και μια δόση αγνότητας η φάση, τα φράγκα ήταν ελάχιστα και οι προοπτικές μηδενικές (ας είναι καλά οι γονικές χορηγίες ή οι session δουλειές «
με τα σόλα που γι’ αυτά με αποφεύγαν»), η δε διεθνής καριέρα από τότε είχε ανεκδοτική διάσταση. Δίπλα στα συγκροτήματα εμφανίστηκε ταυτόχρονα και μια πλειάδα εταιρειών που επίσης εμφορούνταν από
το d.i.y. πνεύμα, όπου η χειροτεχνία και το πάθος υποκαθιστούσαν όσο γινόταν τις τεχνικές ελλείψεις και την οικονομική άνεση: Creep, Wipe Out, Smash, Lazy Dog, Pegasus, Ano Kato, Δικαίωμα Διάβασης (η σημερινή DiDi Music –
ένα ομολογουμένως εντυπωσιακό «success story»). Φυσικά υπήρχαν και οι πολυεθνικές (τα παραρτήματα δηλαδή)...
Έφτιαξες λοιπόν το γκρουπάκι, έγραψες τα πρώτα σου τραγούδια, συμπλήρωσες με πολλές διασκευές (κι ας μη μοιάζουν τα αγγλικά σου ακριβώς με οξφορδιανά) και τώρα θέλεις να κάνεις την πρώτη σου συναυλία. Αν δεν είναι σε κάποια εκδήλωση διαμαρτυρίας, κατάληψη ή προαύλιο σχολείου, θα πρέπει να αντιμετωπίσεις έναν μάλλον άσχετο ιδιοκτήτη χώρου ακατάλληλου ακόμη και για πρόβα. Την έκλεισες; Εμπρός λοιπόν μετά καλά μου πόδια, η «δουλειά κάνει τους άντρες», το κοπίδι, η φωτοτυπία, ο κουβάς με την κόλλα για την αφίσα, η συναυλία τελικά πιθανόν να γίνει μπροστά σε φίλους και συγγενείς, ίσως χρειαστεί να τσοντάρεις και λίγο για τα έξοδα στο τέλος.
Στο δε στούντιο που φιλοδοξείς να γράψεις, ο ηχολήπτης πιθανόν να ξέρει μόνο από λαϊκά μπουζούκια και να κοιτάζει με καχυποψία άγνοιας τα ηλεκτρικά σου μαραφέτια, το αποτέλεσμα μπορεί να μην σου στέκει καλά στο αυτί, δεν έχεις όμως και πολλές εναλλακτικές. Και πάνω εκεί που κάπως έφτιαχνε ο δρόμος, σου ...έπεφτε το προσκλητήριο από τα χέρια, εκείνο που σε καλούσε για 24 μήνες να υπηρετήσεις τη μαμά πατρίδα. Χαιρετίσματα, λοιπόν...
Οι δυσκολίες εκείνες, βέβαια, επέβαλαν παράπλευρα κι ένα αυξημένο αισθητικό κριτήριο, δρώντας κατά έναν τρόπο ως φυσική επιλογή. Έτσι το συγκρότημα διάλεγε και ξαναδιάλεγε τα κομμάτια που θα έμπαιναν στο δίσκο, όταν κι αν ερχόταν ποτέ η ευλογημένη στιγμή (εδώ το έχω να παρατηρήσω «σε αντίθεση με σήμερα»). 1000 αντίτυπα θα ήταν μια συνήθης παρτίδα, άγνωστο πόσα θα πωλούνταν,
στα περισσότερα δισκάδικα δεν θα έφταναν έτσι κι αλλιώς ποτέ, στη δική μου επαρχία έφταναν με κασέτες που αντιγράφαμε μετά μανίας (ναι, από τότε ...σκοτώναμε τη μουσική, αλλά αυτή η άτιμη εκεί, να μη θέλει να πεθάνει).
Ωραία, κυκλοφόρησε ο δίσκος, ποιος θα τον προβάλλει, ποιος θα τον παίξει τώρα; Η περιορισμένη σε δύο κανάλια τότε τηλεόραση (με το ένα μάλιστα μόλις αποστρατιωτικοποιημένο), δεν ήταν μια προφανής επιλογή (κι όμως, ας μην ισοπεδώνουμε:
θυμάμαι να βλέπω στην κρατική τηλεόραση συναυλία των South Οf No North στο Ρόδον, εμφάνιση της Λευκής Συμφωνίας, των Last Drive –δεν ξέρω κατά πόσο τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα στη σημερινή «πλουραλιστική» τηλεοπτική πανίδα). Στο ραδιόφωνο ήταν ελαφρώς καλύτερα τα πράγματα. Οι εκπομπές του
Αργύρη Ζήλου και του
Χρήστου Δασκαλόπουλου ήταν φιλόξενες και παρακολουθούσαν τη σκηνή (στου
Γιάννη Πετρίδη δεν είχες και πολλές πιθανότητες), όπως και των αγχωμένων από την καταδίωξη των ραδιογωνιόμετρων πειρατών των FM (όσων φυσικά δεν ήταν καρικατούρες του τύπου «
Κούλα με ακούς;»).
Ο mainstream τύπος, από την άλλη –πλην φωτεινών εξαιρέσεων– ταλαντευόταν ανάμεσα στο «
καλό για ελληνικό» έως την πλήρη αγνόηση, το κενό όμως αναπλήρωναν με όπλο το ...συρραπτικό, τον απίστευτο ερασιτεχνικό ενθουσιασμό και επαγγελματικό μεράκι πολλά φανζίν, τα οποία κάποια στιγμή ίσως πρέπει να αξιωθούν ένα δικό τους αφιέρωμα. Λίγα ονόματα θα παραθέσω, έτσι σαν αγκίστρι μνήμης· κι όποιος τσιμπήσει:
Rollin’ Under (ο ιστορικός πρόδρομος του σημερινού
www.mic.gr),
Στις Σκιές του Β-23,
Ανοικτή Πόλη, η
Βρωμιά από την Πτολεμαΐδα, το
Παπάρι και πολλά άλλα ακόμη.
Ισορροπώντας ανάμεσα στην εξωραϊστική δύναμη της νοσταλγίας αλλά και την εκ των υστέρων τάση προς απομάγευση, θα πρέπει να σημειωθεί ότι (και) τότε δεν έλειπαν οι σκοτεινές γωνίες και οι σκελετοί στη ντουλάπα,
οι μικρότητες (όπως σε κάθε χώρο), οι κόντρες που κρατάνε χρόνια, μια μιζέρια μειονοτικής νοοτροπίας, ένας λανθάνοντας μισογυνισμός, τα drugs, η δήθεν μαγκιά της ηρωίνης, ακόμη και οι διαπλοκές με το κράτος (το διαβόητο υφυπουργείο/γενική γραμματεία Νέας Γενιάς). Κάποιος όμως είπε ότι αγαπάς κάποιον/κάτι όχι τόσο για αυτά, αλλά παρολ’ αυτά. Μεγάλη αλήθεια...
Κοιτάζω
παλιές κασέτες με φροντισμένες ξεθωριασμένες πλέον επιγραφές,
κιτρινισμένα, μισοσχισμένα στις άκρες φανζίν, αναλογίζομαι τις ιστορίες που θα μπορούσαν να διηγηθούν. Έχουν και μια παράξενη μυρωδιά. Η όσφρηση μπορεί να προκαλέσει ολόκληρη κατολίσθηση αναμνήσεων (επτά ολόκληρους τόμους δεν έγραψε κάποιος Προυστ εξαιτίας μίας μαντλέν;) Οι περισσότερες από αυτές είναι σίγουρο ότι θα χαθούν μπροστά στη μεγάλη αφήγηση της Ιστορίας. Έτσι συμβαίνει κι έτσι συνέβαινε πάντοτε... «
Memories don’t last» όπως έλεγε κι ένα αγαπημένο κομμάτι των Sharp Ties. Κι όμως, κάποιες επιμένουν, «
some do»…