esel
Μαθουσάλας member
- Δημοσιεύσεις
- 17.187
- Περιοχή
- μαγευτική Μεσογειων (Αθήνα)
- Μοτοσυκλέτα
- BMW GS1200 ADV LC
- Όνομα
- Στελιος Τζιανετοπουλος
- Περιοχή
- μαγευτική Μεσογειων (Αθήνα)
Η αυθεντική φωνή που έβαλε τον θεμέλιο λίθο στη λαϊκή μας κληρονομιά!
«Τώρα όλα αυτά βέβαια ανήκουν στο παρελθόν, και την παλιά μου ζωή τη θυμάμαι σαν ένα κακό όνειρο που όταν θα το ιδείς τινάζεσαι από το κρεβάτι σου. Έτσι περίπου τινάζομαι όταν αναπολώ την περασμένη μου ζωή και θυμηθώ τις κακές στιγμές της. Τώρα πια η ζωή μου είναι στρωμένη», έλεγε ο «πατριάρχης» του ρεμπέτικου στην αυτοβιογραφία του, εννοώντας προφανώς τα δύσκολα χρόνια που πέρασε ως ρεμπέτης.
Πάντοτε επίκαιρος, αφού τα τραγούδια του αποτύπωναν τα βάσανα της φτώχειας, τον κοινωνικό αποκλεισμό, την απελπισία και τον αγώνα των ανθρώπων για αξιοπρεπή ζωή, ο Μάρκος Βαμβακάρης μιλά με τους στίχους και τη μουσική του κατευθείαν στην ελληνική ψυχή μας όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Ως ακρογωνιαίος λίθος της λαϊκής μας μουσικής, ο Βαμβακάρης συνόψισε με τη ζωή και τη δουλειά του όλη την ιδιαιτερότητα των ρεμπετών αλλά και την ιδιόρρυθμη σχέση τους με την κοινωνία, στρώνοντας στην πορεία το χαλί της λαϊκής μας μουσικής.
Ο κορυφαίος ίσως συνθέτης του ρεμπέτικου τραγουδιού ήταν ένας μάγκας, ένας ρεμπέτης με τα όλα του, προλειαίνοντας το έδαφος για να πατήσει πάνω του όλο το σύγχρονο λαϊκό τραγούδι…
Πρώτα χρόνια
Ο Μάρκος Βαμβακάρης γεννιέται στις 10 Μάιου 1905 στην Άνω Σύρο μέσα σε καθολική οικογένεια, από όπου πήρε και το παρατσούκλι «Φράγκος» (όπως και ο πατέρας του). Η πολυμελής φαμίλια ζούσε από τον οργανοπαίκτη πατέρα, ο οποίος έπαιζε ζαμπούνα, και σύντομα ο μικρός Μάρκος θα βρεθεί στο πλευρό του να πλαισιώνει την ορχήστρα σε γιορτές και πανηγύρια παίζοντας τουμπί: ήταν δεν ήταν 8 χρονών όταν έγινε ξεφτέρι στο μουσικό όργανο.
Η καταραμένη φτώχεια δεν τον άφησε να τελειώσει το σχολείο κι έτσι πριν καλά καλά καταλάβει τον εαυτό του, βρέθηκε να κάνει πάμπολλες δουλειές του ποδαριού, συμβάλλοντας στο πενιχρό οικογενειακό εισόδημα. Δούλεψε ως λούστρος, βοηθός μανάβη, εργάτης σε φάμπρικα, μαθητευόμενος αγρότης, μέχρι και εφημερίδες πούλησε για να βγάλει τα προς το ζην.
Σε ηλικία 12 ετών, μετανάστευσε μόνος από τη Σύρο στον Πειραιά, με την υπόλοιπη φαμίλια να τον ακολουθεί αρκετά αργότερα. Η ζωή για το παιδί στην πρωτεύουσα μόνο εύκολη δεν ήταν και ο Μάρκος συνέχισε τη βαριά χειρωνακτική δουλειά: λιμενεργάτης, φορτοεκφορτωτής, λαχαναγορίτης, βοηθός καφετζή κ.ά. Και βέβαια εκδορέας στα δημοτικά σφαγεία του Πειραιά και κατόπιν της Αθήνας, η επίσημη δουλειά του από το 1925-1935 περίπου.
Ο πρώτος του γάμος ήρθε σε ηλικία 21 ετών, με την Ελένη Μαυροειδή, την οποία αποκαλούσε «Ζιγκοάλα» ο Μάρκος. Ταυτοχρόνως, άρχισε να γρατσουνά το μπουζούκι και ο λαϊκός θρύλος τον θέλει να ορκίζεται ότι θα έκοβε τα δάχτυλά του αν δεν γινόταν δεξιοτέχνης στο είδος! Το μπουζούκι το πρωτόπιασε όταν υπηρετούσε τη θητεία του το 1925 και δεν το ξανάφησε ποτέ. Και έγινε βέβαια δεξιοτέχνης αρκετά γρήγορα: το 1933 είχε ήδη κάνει ένα μικροόνομα στους τεκέδες του Πειραιά, γράφοντας πλέον δικούς του στίχους και μουσική.
Πλέον είναι αναπόσπαστο μέλος των ουζερί και των χαμαιτυπείων του Πειραιά, το κέντρο της φτωχολογιάς, της παρανομίας, των ναρκωτικών και της πορνείας εκείνη την εποχή, και γνωρίζεται με τους Γιώργο Μπάτη, Στράτο Παγιουμτζή (Τεμπέλη), Δημήτρη Γκόγκο ( Μπαγιαντέρα), Στέλιο Κερομύτη, Ανέστη Δελιά (Αρτέμη), Στέλιο Κρυδάκια και τους άλλους σημαντικούς μουσικούς του καιρού.
Όταν κυκλοφόρησε το πρώτο του τραγούδι, το «Εφουμέρναμε ένα βράδυ» (Νοέμβριος του 1932), αυτή ήταν πράγματι η πρώτη ηχογράφηση με μπουζούκι στη Ελλάδα! Παρά το γεγονός ότι αμφέβαλλε για τη φωνή του, τόλμησε να το τραγουδήσει ο ίδιος και ένας λαϊκός θρύλος είχε μόλις γεννηθεί…
Επιτυχίες
Ακολουθούν κι άλλες ηχογραφήσεις («Ο μαστούρης», «Μόρτισσα χασικλού» κ.ά), οι οποίες όμως δεν προωθήθηκαν από τη δισκογραφική (Columbia), τόσο για τον ακραίο στίχο τους όσο και για τις ενορχηστρώσεις, στις οποίες δεσπόζουν τα μπουζούκια και οι μπαγλαμάδες, μουσικά όργανα του υποκόσμου, των φυλακών και των τεκέδων!
Αν και δεν ήταν ο πρώτος που κυκλοφόρησε τραγούδια με «χασικλίδικο» περιεχόμενο (κυκλοφορούσαν ήδη από το 1925 από τους μικρασιάτες πρόσφυγες), στιγματίστηκε αμέσως από τους υπεύθυνους της δισκογραφικής και πέρασε στην αφάνεια.
Απογοητευμένος, μετακομίζει στην ανταγωνίστρια εταιρία Odeon του Μίνωα Μάτσα όπου γραμμοφωνεί τα «Καραντουζένι» («Έπρεπε να ’ρχόσουνα βρε μάγκα στον τεκέ μας»), «Χαρμάνης», «Δερβίσης» κ.ά., τα οποία γνωρίζουν πρωτόγνωρη επιτυχία, σημειώνουν μεγάλες πωλήσεις και ανοίγουν έτσι διάπλατα τον δρόμο για να καθιερωθεί το μπουζούκι και το ρεμπέτικο τραγούδι στην ελληνική δισκογραφία!
Εδώ αρχίζουν οι πρώτες δισκογραφικές περιπέτειές του: βλέποντας η Columbia τις επιτυχίες του Μάρκου, τον καλεί πίσω, καθώς ήταν δεμένος με συμβόλαιο. Χαρακτηριστικό είναι ότι η μεγάλη επιτυχία της εποχής, η «Φραγκοσυριανή» (1935), ηχογραφήθηκε για λογαριασμό της Columbia (όπως και 24 ακόμα κομμάτια), ενώ όταν τηρήθηκαν οι ρήτρες του συμβολαίου του, έφυγε αμέσως για την Odeon, με την οποία συνδέεται εξάλλου ο κύριος όγκος του έργου του.
Για τη μεγαλύτερη επιτυχία του, τη «Φραγκοσυριανή» (αν και δεν θα γινόταν ανάρπαστη πριν από το 1954, όταν θα την τραγουδούσε ο Γρηγόρης Μπηθικώτσης), ο Μάρκος θυμόταν: «Όλος ο κόσμος της Σύρου μ’ αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφότου έφυγα από το νησί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ’ ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος.
Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν… Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα: ‘‘Μία φούντωση, μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά λες και μάγια μου ’χεις κάνει Φραγκοσυριανή γλυκιά’’… Ούτε και ξέρω πώς την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι’ αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη ‘‘Φραγκοσυριανή’’».
Είχε ήδη προηγηθεί βέβαια (καλοκαίρι του 1934) η σύσταση της πρώτης ρεμπέτικης κομπανίας, της ξακουστής «Τετράς του Πειραιώς»! Βαμβακάρης, Μπάτης, Παγιουμτζής και Δελιάς σχηματίζουν το περίφημο ρεμπέτικο κουαρτέτο και γράφουν κυριολεκτικά μουσική ιστορία. Αυτό θα δώσει το έναυσμα για τη δημιουργία κι άλλων κομπανιών με κύρια όργανα το μπουζούκι και τον μπαγλαμά και σύντομα οι «μπουζουκομπαγλαμάδες» θα κατακλύσουν τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη και τα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας. Στα τέλη της δεκαετίας του ’30, ο Μάρκος είναι ο σημαντικότερος και ο εμπορικότερος δημιουργός και τραγουδιστής της ελληνικής δισκογραφίας!
Το 1936 χωρίζει από την πρώτη του γυναίκα, την έπιασε να τον κερατώνει λέει, μόνο που η «Ζιγκοάλα» συνεχίζει να έχει δικαιώματα στα τραγούδια και τα οικονομικά του, κι έτσι ο Βαμβακάρης υπογράφει πολλά με ψευδώνυμο ή ονόματα συνεργατών του. Το δικό του «Διαζύγιο» περιγράφει το συγκεκριμένο γεγονός…
«Τώρα όλα αυτά βέβαια ανήκουν στο παρελθόν, και την παλιά μου ζωή τη θυμάμαι σαν ένα κακό όνειρο που όταν θα το ιδείς τινάζεσαι από το κρεβάτι σου. Έτσι περίπου τινάζομαι όταν αναπολώ την περασμένη μου ζωή και θυμηθώ τις κακές στιγμές της. Τώρα πια η ζωή μου είναι στρωμένη», έλεγε ο «πατριάρχης» του ρεμπέτικου στην αυτοβιογραφία του, εννοώντας προφανώς τα δύσκολα χρόνια που πέρασε ως ρεμπέτης.
Πάντοτε επίκαιρος, αφού τα τραγούδια του αποτύπωναν τα βάσανα της φτώχειας, τον κοινωνικό αποκλεισμό, την απελπισία και τον αγώνα των ανθρώπων για αξιοπρεπή ζωή, ο Μάρκος Βαμβακάρης μιλά με τους στίχους και τη μουσική του κατευθείαν στην ελληνική ψυχή μας όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Ως ακρογωνιαίος λίθος της λαϊκής μας μουσικής, ο Βαμβακάρης συνόψισε με τη ζωή και τη δουλειά του όλη την ιδιαιτερότητα των ρεμπετών αλλά και την ιδιόρρυθμη σχέση τους με την κοινωνία, στρώνοντας στην πορεία το χαλί της λαϊκής μας μουσικής.
Ο κορυφαίος ίσως συνθέτης του ρεμπέτικου τραγουδιού ήταν ένας μάγκας, ένας ρεμπέτης με τα όλα του, προλειαίνοντας το έδαφος για να πατήσει πάνω του όλο το σύγχρονο λαϊκό τραγούδι…
Πρώτα χρόνια
Ο Μάρκος Βαμβακάρης γεννιέται στις 10 Μάιου 1905 στην Άνω Σύρο μέσα σε καθολική οικογένεια, από όπου πήρε και το παρατσούκλι «Φράγκος» (όπως και ο πατέρας του). Η πολυμελής φαμίλια ζούσε από τον οργανοπαίκτη πατέρα, ο οποίος έπαιζε ζαμπούνα, και σύντομα ο μικρός Μάρκος θα βρεθεί στο πλευρό του να πλαισιώνει την ορχήστρα σε γιορτές και πανηγύρια παίζοντας τουμπί: ήταν δεν ήταν 8 χρονών όταν έγινε ξεφτέρι στο μουσικό όργανο.
Η καταραμένη φτώχεια δεν τον άφησε να τελειώσει το σχολείο κι έτσι πριν καλά καλά καταλάβει τον εαυτό του, βρέθηκε να κάνει πάμπολλες δουλειές του ποδαριού, συμβάλλοντας στο πενιχρό οικογενειακό εισόδημα. Δούλεψε ως λούστρος, βοηθός μανάβη, εργάτης σε φάμπρικα, μαθητευόμενος αγρότης, μέχρι και εφημερίδες πούλησε για να βγάλει τα προς το ζην.
Σε ηλικία 12 ετών, μετανάστευσε μόνος από τη Σύρο στον Πειραιά, με την υπόλοιπη φαμίλια να τον ακολουθεί αρκετά αργότερα. Η ζωή για το παιδί στην πρωτεύουσα μόνο εύκολη δεν ήταν και ο Μάρκος συνέχισε τη βαριά χειρωνακτική δουλειά: λιμενεργάτης, φορτοεκφορτωτής, λαχαναγορίτης, βοηθός καφετζή κ.ά. Και βέβαια εκδορέας στα δημοτικά σφαγεία του Πειραιά και κατόπιν της Αθήνας, η επίσημη δουλειά του από το 1925-1935 περίπου.
Ο πρώτος του γάμος ήρθε σε ηλικία 21 ετών, με την Ελένη Μαυροειδή, την οποία αποκαλούσε «Ζιγκοάλα» ο Μάρκος. Ταυτοχρόνως, άρχισε να γρατσουνά το μπουζούκι και ο λαϊκός θρύλος τον θέλει να ορκίζεται ότι θα έκοβε τα δάχτυλά του αν δεν γινόταν δεξιοτέχνης στο είδος! Το μπουζούκι το πρωτόπιασε όταν υπηρετούσε τη θητεία του το 1925 και δεν το ξανάφησε ποτέ. Και έγινε βέβαια δεξιοτέχνης αρκετά γρήγορα: το 1933 είχε ήδη κάνει ένα μικροόνομα στους τεκέδες του Πειραιά, γράφοντας πλέον δικούς του στίχους και μουσική.
Πλέον είναι αναπόσπαστο μέλος των ουζερί και των χαμαιτυπείων του Πειραιά, το κέντρο της φτωχολογιάς, της παρανομίας, των ναρκωτικών και της πορνείας εκείνη την εποχή, και γνωρίζεται με τους Γιώργο Μπάτη, Στράτο Παγιουμτζή (Τεμπέλη), Δημήτρη Γκόγκο ( Μπαγιαντέρα), Στέλιο Κερομύτη, Ανέστη Δελιά (Αρτέμη), Στέλιο Κρυδάκια και τους άλλους σημαντικούς μουσικούς του καιρού.
Όταν κυκλοφόρησε το πρώτο του τραγούδι, το «Εφουμέρναμε ένα βράδυ» (Νοέμβριος του 1932), αυτή ήταν πράγματι η πρώτη ηχογράφηση με μπουζούκι στη Ελλάδα! Παρά το γεγονός ότι αμφέβαλλε για τη φωνή του, τόλμησε να το τραγουδήσει ο ίδιος και ένας λαϊκός θρύλος είχε μόλις γεννηθεί…
Επιτυχίες
Ακολουθούν κι άλλες ηχογραφήσεις («Ο μαστούρης», «Μόρτισσα χασικλού» κ.ά), οι οποίες όμως δεν προωθήθηκαν από τη δισκογραφική (Columbia), τόσο για τον ακραίο στίχο τους όσο και για τις ενορχηστρώσεις, στις οποίες δεσπόζουν τα μπουζούκια και οι μπαγλαμάδες, μουσικά όργανα του υποκόσμου, των φυλακών και των τεκέδων!
Αν και δεν ήταν ο πρώτος που κυκλοφόρησε τραγούδια με «χασικλίδικο» περιεχόμενο (κυκλοφορούσαν ήδη από το 1925 από τους μικρασιάτες πρόσφυγες), στιγματίστηκε αμέσως από τους υπεύθυνους της δισκογραφικής και πέρασε στην αφάνεια.
Απογοητευμένος, μετακομίζει στην ανταγωνίστρια εταιρία Odeon του Μίνωα Μάτσα όπου γραμμοφωνεί τα «Καραντουζένι» («Έπρεπε να ’ρχόσουνα βρε μάγκα στον τεκέ μας»), «Χαρμάνης», «Δερβίσης» κ.ά., τα οποία γνωρίζουν πρωτόγνωρη επιτυχία, σημειώνουν μεγάλες πωλήσεις και ανοίγουν έτσι διάπλατα τον δρόμο για να καθιερωθεί το μπουζούκι και το ρεμπέτικο τραγούδι στην ελληνική δισκογραφία!
Εδώ αρχίζουν οι πρώτες δισκογραφικές περιπέτειές του: βλέποντας η Columbia τις επιτυχίες του Μάρκου, τον καλεί πίσω, καθώς ήταν δεμένος με συμβόλαιο. Χαρακτηριστικό είναι ότι η μεγάλη επιτυχία της εποχής, η «Φραγκοσυριανή» (1935), ηχογραφήθηκε για λογαριασμό της Columbia (όπως και 24 ακόμα κομμάτια), ενώ όταν τηρήθηκαν οι ρήτρες του συμβολαίου του, έφυγε αμέσως για την Odeon, με την οποία συνδέεται εξάλλου ο κύριος όγκος του έργου του.
Για τη μεγαλύτερη επιτυχία του, τη «Φραγκοσυριανή» (αν και δεν θα γινόταν ανάρπαστη πριν από το 1954, όταν θα την τραγουδούσε ο Γρηγόρης Μπηθικώτσης), ο Μάρκος θυμόταν: «Όλος ο κόσμος της Σύρου μ’ αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφότου έφυγα από το νησί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ’ ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος.
Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν… Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα: ‘‘Μία φούντωση, μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά λες και μάγια μου ’χεις κάνει Φραγκοσυριανή γλυκιά’’… Ούτε και ξέρω πώς την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι’ αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη ‘‘Φραγκοσυριανή’’».
Είχε ήδη προηγηθεί βέβαια (καλοκαίρι του 1934) η σύσταση της πρώτης ρεμπέτικης κομπανίας, της ξακουστής «Τετράς του Πειραιώς»! Βαμβακάρης, Μπάτης, Παγιουμτζής και Δελιάς σχηματίζουν το περίφημο ρεμπέτικο κουαρτέτο και γράφουν κυριολεκτικά μουσική ιστορία. Αυτό θα δώσει το έναυσμα για τη δημιουργία κι άλλων κομπανιών με κύρια όργανα το μπουζούκι και τον μπαγλαμά και σύντομα οι «μπουζουκομπαγλαμάδες» θα κατακλύσουν τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη και τα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας. Στα τέλη της δεκαετίας του ’30, ο Μάρκος είναι ο σημαντικότερος και ο εμπορικότερος δημιουργός και τραγουδιστής της ελληνικής δισκογραφίας!
Το 1936 χωρίζει από την πρώτη του γυναίκα, την έπιασε να τον κερατώνει λέει, μόνο που η «Ζιγκοάλα» συνεχίζει να έχει δικαιώματα στα τραγούδια και τα οικονομικά του, κι έτσι ο Βαμβακάρης υπογράφει πολλά με ψευδώνυμο ή ονόματα συνεργατών του. Το δικό του «Διαζύγιο» περιγράφει το συγκεκριμένο γεγονός…