Pan-dvs
well know member
Το πηρε το ματι μου στο moto.g και ειπα να σας το μεταφερω.
Ντάριο Φο, «Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού»
Στις 10 Μαρτίου διέτρεξε φευγαλέα τα “ψιλά” της εαρινής ειδησεογραφίας η ανακοίνωση του θανάτου του Μέμου. Δεν ήταν εντελώς κατανοητό γιατί ένας 22χρονος έχασε τη ζωή του, αλλά δεν είχε και τόσο μεγάλη σημασία. Έτσι, η δημοσιότητά του δεν διάρκεσε ούτε τα 15 λεπτά που έταζε ο Αντι Γουόρχολ. Εξάλλου, τόσο η αξία της ζωής, όσο και η αξία του πένθους έχουν αποτινάξει προ πολλού από πάνω τους την επίφαση καθολικότητας και ισότητας. Δεν τους εμπερικλείουν όλους και όλες με την ίδια ένταση και προσήλωση. Συγκροτούνται με εξαιρέσεις και διαβαθμίσεις, ταξικές, εθνοτικές, φυλετικές και έμφυλες. Για τις “αόρατες” ζωές υπάρχουν “αόρατοι” θάνατοι.
Ο Μέμο, λοιπόν, ήταν ένας ντελιβεράς, από αυτές τις διάφανες σιλουέτες που αλωνίζουν κάθε μέρα τους δρόμους της Αθήνας σε ένα δίκυκλο στους -5 βαθμούς Κελσίου και στους +42, στο τσουχτερό κρύο και τον καλοκαιρινό καυτό ήλιο, με ένα τηλέφωνο που κουδουνίζει ασταμάτητα γυρεύοντάς τους πάντα να φτάσουν μερικά λεπτά γρηγορότερα. Σε ένα τέτοιο δρομολόγιο ο Μέμο, εργαζόμενος στην εταιρεία Mikel, τραυματίστηκε θανάσιμα και στις 9 Μαρτίου υπέκυψε στα τραύματά του. Όσοι έχουν επιθανάτιες εμπειρίες αναφέρουν συχνά ένα ιλιγγιώδες πέρασμα της ζωής τους σαν κινηματογραφικό καρέ και τη θέαση μιας στοάς που οδηγεί σε μία πηγή φωτός.
Δεν ξέρουμε τι κατάφερε να δει ο Μέμο. Η δική του ταινία ήταν εξαιρετικά σύντομη. Δεν πρόλαβε να μαζέψει πολλά καρέ. Το φως της εντατικής, από την άλλη, ήταν άτονο και αχνό. Ίσως να άκουσε μια νότα, έναν στίχο, κάτι που γράφτηκε γι’ αυτόν ή για πολλούς σαν κι αυτόν: «Χάθηκα σ’ έναν δρόμο που πήγαινα πάντα» (Σταμάτης Κραουνάκης, τραγούδι «Delivery»).
Τα «παιδιά» πάνω στα παπιά
Ο Μέμο δεν είναι ο μοναδικός που έπεσε σε μια σχεδόν προδιαγεγραμμένη παγίδα θανάτου. Θα ήταν ίσως πολύ βολικό αυτό, για να μην ανασκουμπωθεί ένα πολύπλοκο και καλά θεμελιωμένο σύστημα αδικίας και αδράνειας. Είναι πολλοί που είχαν ή κινδυνεύουν να έχουν το ίδιο πεπρωμένο. Είναι εργαζόμενοι –οδηγοί δικύκλων, διανομείς και ταχυμεταφορείς. Μεταφέρουν σε δύο ρόδες τα πάντα, πίτσες, καφέδες, σουβλάκια, φακέλους. Απαρτίζουν και συντηρούν ένα απέραντο και χαοτικό δίκτυο δοσοληψιών στις πόλεις. Εμφανίζονται πάντα αγχωμένοι με κοφτές ανάσες και εξαφανίζονται αστραπιαία πίσω από τον συνεχή αντίλαλο μιας εξάτμισης. Καταπίνουν χιλιόμετρα καθημερινά βουτηγμένοι στο αστικό νέφος, με καύσωνα ή καταρρακτώδη βροχή, νωρίς το πρωί ή αργά τη νύχτα.
Το μυαλό τους είναι ένας νοητός χάρτης που χωράει μεγάλες λεωφόρους, καμουφλαρισμένα μικροσκοπικά στενάκια, απότομες στροφές, γιγάντιες ανηφόρες και αποκρυπτογραφεί κάθε τετραγωνικό κακοτεχνίας και λακούβας του οδοστρώματος. Το σώμα τους είναι σημαδεμένο από εκδορές, θλάσεις, κατάγματα και μυοσκελετικές κακώσεις. Στη δημόσια συζήτηση συναρθρώνονται κάτω από την υποτιμητική ταμπέλα «παιδιά», λες και είναι ένα απρόσωπο, απροσδιόριστο και υπόρρητα απαξιωμένο συλλογικό υποκείμενο. Στην πραγματικότητα είναι κομμάτι ενός φθηνού, επισφαλούς και αναλώσιμου εργατικού δυναμικού.
Σαν τον συνομιλητή μας. Είναι ένας νέος άνθρωπος κάτω των 30 ετών, που εργάζεται τα τελευταία δύο χρόνια ως διανομέας φαγητού και αφηγείται στο inside story την εμπειρία του. Για λόγους προστασίας θα διατηρηθεί η ανωνυμία του. «Κοίτα, σ’ αυτήν τη δουλειά είσαι εντελώς μετέωρος. Το 90% των ντελιβεράδων αμείβεται με την ώρα και παίρνει τρία ευρώ. Εγώ παίρνω τέσσερα αλλά έχω συμφωνήσει ότι δεν θα παίρνω δώρα και άδειες. Καταλαβαίνεις, είναι κι αυτός ένας έμμεσος εκβιασμός. Σε καμία περίπτωση αυτά τα λεφτά δεν φτάνουν για να ζήσεις. Εγώ κάνω και δεύτερη δουλειά για να αντεπεξέλθω. Ο πελάτης θέλει η παραγγελία του να πάει σε ένα τέταρτο και το αφεντικό θέλει να είναι εντάξει με τον πελάτη, όχι με τον εργαζόμενο. Ε, το κόστος το πληρώνει ο διανομέας. Εάν έχεις 10 λεπτά να παραδώσεις βγαίνεις έξω και τρέχεις, περνάς κόκκινα, περνάς stop, πας ανάποδα. Δεν λέω ότι είναι σωστό, αλλά ξέρεις... δεν πιεζόμαστε μόνοι μας. Κάποιος μας πιέζει. Και ο συνάδελφος στα Mikel που πέθανε, δούλευε στην Καβάλας χωρίς φρένα, έκανε μια αναστροφή και τον παρέσυρε μια νταλίκα.
Το μηχανάκι και η συντήρησή του είναι δικά σου έξοδα. Αν όμως κάνεις 150 χιλιόμετρα τη μέρα, το μηχανάκι θέλει service κάθε μήνα για να είναι ασφαλές. Εμένα τώρα πάλι θέλει επισκευή 450 ευρώ που πρέπει να τα βάλω από την τσέπη μου. Στα κενά μεταξύ δύο παραδόσεων σου ζητάνε να σφουγγαρίσεις τις τουαλέτες ή να φτιάξεις την κάβα. Είσαι κάτι σαν το παιδί για όλες τις δουλειές. Κι αν γκρινιάξεις και διεκδικήσεις κάτι παραπάνω σε διώχνουν. Σου λένε “φύγε αν δεν σ’ αρέσει, περιμένουν άλλοι 20 άνεργοι στην ουρά”. Για τα αφεντικά είμαστε εντελώς αναλώσιμοι. Οι πελάτες από την άλλη είναι αδιάφοροι. Τους νοιάζει μόνο να πάρουν άμεσα την παραγγελία τους. Δεν υπάρχει αλληλεγγύη. Εμένα μου 'χει τύχει να καθυστερήσω λίγο με δυνατή βροχή έξω, να με βλέπει ο άλλος μούσκεμα μ’ ένα ψευτοαδιάβροχο και παρόλα αυτά να με προσβάλλει επειδή άργησα».
«Εμείς μονίμως κυνηγάμε τον χρόνο μας»
Τον προηγούμενο μήνα, στις 14 Φεβρουαρίου το 2017, ένας άλλος οδηγός δικύκλου, εργαζόμενος στη Speedex, ο Παναγιώτης Βρέτταρος, πατέρας δύο παιδιών, άφησε την τελευταία του πνοή στην οδό Βουλιαγμένης κατά τη διάρκεια ενός πάντα βιαστικού δρομολογίου, σαν αυτά που εκτελούσε καθημερινά τα τελευταία 16 χρόνια. Οι εργαζόμενοι στις διανομές και τις ταχυμεταφορές ρισκάρουν συνεχώς τη σωματική τους ακεραιότητα στον δρόμο.
Πρόκειται για έναν κλάδο με αυξημένα τροχαία εργατικά ατυχήματα. Πρόσφατη έρευνα του Τμήματος Μηχανολόγων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου για τις συνθήκες εργασίας των επαγγελματιών δικυκλιστών, σε δείγμα 367 ατόμων ανέδειξε ότι το 75% έχει εμπλακεί σε τροχαίο συμβάν κατά την εργασία του με το 60% να έχει υποστεί συνέπειες που περιλαμβάνουν από μικρές σωματικές βλάβες έως νοσηλεία για πάνω από δύο μέρες.
Το 58% δηλώνει ότι δεν του παρέχεται κανένα μέσο προστασίας από την επιχείρηση για την οποίαν εργάζεται (κράνος, μπουφάν, γάντια, μπότες, επιγονατίδες κ.λπ.). Σχεδόν οι μισοί διανύουν πάνω από 400 χιλιόμετρα την εβδομάδα. Το 50% επιβαρύνεται εξ’ ολοκλήρου ακόμα και με τα έξοδα της βενζίνης. Πέρα από όλα αυτά, αναμετρώνται τακτικά με το αποκρουστικό πρόσωπο της κοινωνικής αγένειας. Αυτό το στοιχείο δεν προκύπτει μόνο από την εμπειρική παρατήρηση. Καταγράφεται με σαφήνεια στην έρευνα. Στην αξιολόγηση βαθμού δυσκολίας κατά την εργασία με κλίμακα 1-5, φιγουράρει στην κορυφή των απαντήσεων η συμπεριφορά των πελατών.
«Εμείς μονίμως κυνηγάμε τον χρόνο μας, από τη στιγμή που θα πατήσουμε το πόδι μας στη δουλειά. Φαντάσου ότι εγώ δουλεύω 22 χρόνια ως κούριερ και γνωρίζω πλέον πολύ καλά το δρομολόγιό μου και πάλι όμως διαπιστώνω στον εαυτό μου σημάδια ανησυχίας και στρες. Υπάρχει ένας πολύ μεγάλος όγκος παραδόσεων και πολύ ασφυκτικά standards, για παράδειγμα να φύγεις από τη Νέα Ιωνία και σε μισή ώρα να είσαι στη Γλυφάδα. Υπάρχουν δύσκολες καιρικές συνθήκες, προβλήματα στο δρόμο, μποτιλιαρίσματα και εντάσεις αλλά και πολλή κόπωση. Σκέψου ότι περνάς περίπου το 1/3 της μέρας σου πάνω στο μηχανάκι. Κουράζεσαι, πιάνεσαι, πονάς. Αλλιώς αντιδράς σε κάτι ξαφνικό και απρόβλεπτο που μπορεί να συμβεί την πρώτη ώρα δουλειάς, αλλιώς στις 5 το απόγευμα. Μειώνονται τα αντανακλαστικά σου εκ των πραγμάτων», αναφέρει ο γραμματέας του Σωματείου Εργαζομένων Ταχυδρομικών Ταχυμεταφορικών Επιχειρήσεων Αττικής (ΣΕΤΤΕΑ), Γιώργος Παπαδημητρίου.
Και συνεχίζει: «Ο κίνδυνος είναι καθημερινός. Εγώ πρόσφατα σταμάτησα στην Γ’ Σεπτεμβρίου, κατέβηκα, παρέδωσα και μόλις επέστρεψα ένα αυτοκίνητο είχε πέσει πάνω στο μηχανάκι. Από τύχη δεν ήμουν πάνω. Δεν αρκεί να προσέχεις μόνο εσύ, πρέπει να προσέχουν και οι άλλοι. Κι όλα αυτά για αρκετά χαμηλούς μισθούς, που κυμαίνονται στα 500-600 ευρώ το μήνα για πλήρες ωράριο και με το μεγαλύτερο ποσοστό των λειτουργικών εξόδων να καλύπτεται από εμάς τους ίδιους, παρότι ο κλάδος των ταχυμεταφορών είναι κερδοφόρος και στις μεγάλες εταιρείες τα κέρδη μπορεί να φτάσουν και το 1 εκατομμύριο ετησίως. Σε μας δίνουν ένα μικρό ποσό για επισκευές το μήνα, επίσης μας παρέχουν μπουφάν και παντελόνι. Στις περισσότερες επιχειρήσεις, όμως, δεν δίνουν τίποτα. Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα είναι τα καταστήματα franchise. Υπάρχουν περιπτώσεις εργοδοτών που κλείνουν τα καταστήματά τους σ’ ένα βράδυ, αφήνοντας χρέη σε εργαζομένους και ασφαλιστικά ταμεία και οι μητρικές εταιρείες δεν τα αναγνωρίζουν. Πετάει ο ένας το μπαλάκι στον άλλον».
Τα στοιχεία του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας που έχει στη διάθεσή του το inside story είναι αποκαλυπτικά για τους κινδύνους που διατρέχουν οι εργαζόμενοι δικυκλιστές. Στον κλάδο της εστίασης, το 2010 καταγράφηκαν 67 τροχαία ατυχήματα και το 2016 υπερδιπλασιάστηκαν σε 140, εκ των οποίων τα 3 ήταν θανατηφόρα. Τα τροχαία ατυχήματα αποτελούν το 53,1% του συνόλου των ατυχημάτων στην εστίαση. Και αυτή είναι μία μόνο και ίσως η πιο οφθαλμοφανής παράμετρος της επικινδυνότητας. Υπάρχουν πολλές ακόμα.
.....
Ντάριο Φο, «Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού»
Στις 10 Μαρτίου διέτρεξε φευγαλέα τα “ψιλά” της εαρινής ειδησεογραφίας η ανακοίνωση του θανάτου του Μέμου. Δεν ήταν εντελώς κατανοητό γιατί ένας 22χρονος έχασε τη ζωή του, αλλά δεν είχε και τόσο μεγάλη σημασία. Έτσι, η δημοσιότητά του δεν διάρκεσε ούτε τα 15 λεπτά που έταζε ο Αντι Γουόρχολ. Εξάλλου, τόσο η αξία της ζωής, όσο και η αξία του πένθους έχουν αποτινάξει προ πολλού από πάνω τους την επίφαση καθολικότητας και ισότητας. Δεν τους εμπερικλείουν όλους και όλες με την ίδια ένταση και προσήλωση. Συγκροτούνται με εξαιρέσεις και διαβαθμίσεις, ταξικές, εθνοτικές, φυλετικές και έμφυλες. Για τις “αόρατες” ζωές υπάρχουν “αόρατοι” θάνατοι.
Ο Μέμο, λοιπόν, ήταν ένας ντελιβεράς, από αυτές τις διάφανες σιλουέτες που αλωνίζουν κάθε μέρα τους δρόμους της Αθήνας σε ένα δίκυκλο στους -5 βαθμούς Κελσίου και στους +42, στο τσουχτερό κρύο και τον καλοκαιρινό καυτό ήλιο, με ένα τηλέφωνο που κουδουνίζει ασταμάτητα γυρεύοντάς τους πάντα να φτάσουν μερικά λεπτά γρηγορότερα. Σε ένα τέτοιο δρομολόγιο ο Μέμο, εργαζόμενος στην εταιρεία Mikel, τραυματίστηκε θανάσιμα και στις 9 Μαρτίου υπέκυψε στα τραύματά του. Όσοι έχουν επιθανάτιες εμπειρίες αναφέρουν συχνά ένα ιλιγγιώδες πέρασμα της ζωής τους σαν κινηματογραφικό καρέ και τη θέαση μιας στοάς που οδηγεί σε μία πηγή φωτός.
Δεν ξέρουμε τι κατάφερε να δει ο Μέμο. Η δική του ταινία ήταν εξαιρετικά σύντομη. Δεν πρόλαβε να μαζέψει πολλά καρέ. Το φως της εντατικής, από την άλλη, ήταν άτονο και αχνό. Ίσως να άκουσε μια νότα, έναν στίχο, κάτι που γράφτηκε γι’ αυτόν ή για πολλούς σαν κι αυτόν: «Χάθηκα σ’ έναν δρόμο που πήγαινα πάντα» (Σταμάτης Κραουνάκης, τραγούδι «Delivery»).
Τα «παιδιά» πάνω στα παπιά
Ο Μέμο δεν είναι ο μοναδικός που έπεσε σε μια σχεδόν προδιαγεγραμμένη παγίδα θανάτου. Θα ήταν ίσως πολύ βολικό αυτό, για να μην ανασκουμπωθεί ένα πολύπλοκο και καλά θεμελιωμένο σύστημα αδικίας και αδράνειας. Είναι πολλοί που είχαν ή κινδυνεύουν να έχουν το ίδιο πεπρωμένο. Είναι εργαζόμενοι –οδηγοί δικύκλων, διανομείς και ταχυμεταφορείς. Μεταφέρουν σε δύο ρόδες τα πάντα, πίτσες, καφέδες, σουβλάκια, φακέλους. Απαρτίζουν και συντηρούν ένα απέραντο και χαοτικό δίκτυο δοσοληψιών στις πόλεις. Εμφανίζονται πάντα αγχωμένοι με κοφτές ανάσες και εξαφανίζονται αστραπιαία πίσω από τον συνεχή αντίλαλο μιας εξάτμισης. Καταπίνουν χιλιόμετρα καθημερινά βουτηγμένοι στο αστικό νέφος, με καύσωνα ή καταρρακτώδη βροχή, νωρίς το πρωί ή αργά τη νύχτα.
Το μυαλό τους είναι ένας νοητός χάρτης που χωράει μεγάλες λεωφόρους, καμουφλαρισμένα μικροσκοπικά στενάκια, απότομες στροφές, γιγάντιες ανηφόρες και αποκρυπτογραφεί κάθε τετραγωνικό κακοτεχνίας και λακούβας του οδοστρώματος. Το σώμα τους είναι σημαδεμένο από εκδορές, θλάσεις, κατάγματα και μυοσκελετικές κακώσεις. Στη δημόσια συζήτηση συναρθρώνονται κάτω από την υποτιμητική ταμπέλα «παιδιά», λες και είναι ένα απρόσωπο, απροσδιόριστο και υπόρρητα απαξιωμένο συλλογικό υποκείμενο. Στην πραγματικότητα είναι κομμάτι ενός φθηνού, επισφαλούς και αναλώσιμου εργατικού δυναμικού.
Σαν τον συνομιλητή μας. Είναι ένας νέος άνθρωπος κάτω των 30 ετών, που εργάζεται τα τελευταία δύο χρόνια ως διανομέας φαγητού και αφηγείται στο inside story την εμπειρία του. Για λόγους προστασίας θα διατηρηθεί η ανωνυμία του. «Κοίτα, σ’ αυτήν τη δουλειά είσαι εντελώς μετέωρος. Το 90% των ντελιβεράδων αμείβεται με την ώρα και παίρνει τρία ευρώ. Εγώ παίρνω τέσσερα αλλά έχω συμφωνήσει ότι δεν θα παίρνω δώρα και άδειες. Καταλαβαίνεις, είναι κι αυτός ένας έμμεσος εκβιασμός. Σε καμία περίπτωση αυτά τα λεφτά δεν φτάνουν για να ζήσεις. Εγώ κάνω και δεύτερη δουλειά για να αντεπεξέλθω. Ο πελάτης θέλει η παραγγελία του να πάει σε ένα τέταρτο και το αφεντικό θέλει να είναι εντάξει με τον πελάτη, όχι με τον εργαζόμενο. Ε, το κόστος το πληρώνει ο διανομέας. Εάν έχεις 10 λεπτά να παραδώσεις βγαίνεις έξω και τρέχεις, περνάς κόκκινα, περνάς stop, πας ανάποδα. Δεν λέω ότι είναι σωστό, αλλά ξέρεις... δεν πιεζόμαστε μόνοι μας. Κάποιος μας πιέζει. Και ο συνάδελφος στα Mikel που πέθανε, δούλευε στην Καβάλας χωρίς φρένα, έκανε μια αναστροφή και τον παρέσυρε μια νταλίκα.
Το μηχανάκι και η συντήρησή του είναι δικά σου έξοδα. Αν όμως κάνεις 150 χιλιόμετρα τη μέρα, το μηχανάκι θέλει service κάθε μήνα για να είναι ασφαλές. Εμένα τώρα πάλι θέλει επισκευή 450 ευρώ που πρέπει να τα βάλω από την τσέπη μου. Στα κενά μεταξύ δύο παραδόσεων σου ζητάνε να σφουγγαρίσεις τις τουαλέτες ή να φτιάξεις την κάβα. Είσαι κάτι σαν το παιδί για όλες τις δουλειές. Κι αν γκρινιάξεις και διεκδικήσεις κάτι παραπάνω σε διώχνουν. Σου λένε “φύγε αν δεν σ’ αρέσει, περιμένουν άλλοι 20 άνεργοι στην ουρά”. Για τα αφεντικά είμαστε εντελώς αναλώσιμοι. Οι πελάτες από την άλλη είναι αδιάφοροι. Τους νοιάζει μόνο να πάρουν άμεσα την παραγγελία τους. Δεν υπάρχει αλληλεγγύη. Εμένα μου 'χει τύχει να καθυστερήσω λίγο με δυνατή βροχή έξω, να με βλέπει ο άλλος μούσκεμα μ’ ένα ψευτοαδιάβροχο και παρόλα αυτά να με προσβάλλει επειδή άργησα».
«Εμείς μονίμως κυνηγάμε τον χρόνο μας»
Τον προηγούμενο μήνα, στις 14 Φεβρουαρίου το 2017, ένας άλλος οδηγός δικύκλου, εργαζόμενος στη Speedex, ο Παναγιώτης Βρέτταρος, πατέρας δύο παιδιών, άφησε την τελευταία του πνοή στην οδό Βουλιαγμένης κατά τη διάρκεια ενός πάντα βιαστικού δρομολογίου, σαν αυτά που εκτελούσε καθημερινά τα τελευταία 16 χρόνια. Οι εργαζόμενοι στις διανομές και τις ταχυμεταφορές ρισκάρουν συνεχώς τη σωματική τους ακεραιότητα στον δρόμο.
Πρόκειται για έναν κλάδο με αυξημένα τροχαία εργατικά ατυχήματα. Πρόσφατη έρευνα του Τμήματος Μηχανολόγων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου για τις συνθήκες εργασίας των επαγγελματιών δικυκλιστών, σε δείγμα 367 ατόμων ανέδειξε ότι το 75% έχει εμπλακεί σε τροχαίο συμβάν κατά την εργασία του με το 60% να έχει υποστεί συνέπειες που περιλαμβάνουν από μικρές σωματικές βλάβες έως νοσηλεία για πάνω από δύο μέρες.
Το 58% δηλώνει ότι δεν του παρέχεται κανένα μέσο προστασίας από την επιχείρηση για την οποίαν εργάζεται (κράνος, μπουφάν, γάντια, μπότες, επιγονατίδες κ.λπ.). Σχεδόν οι μισοί διανύουν πάνω από 400 χιλιόμετρα την εβδομάδα. Το 50% επιβαρύνεται εξ’ ολοκλήρου ακόμα και με τα έξοδα της βενζίνης. Πέρα από όλα αυτά, αναμετρώνται τακτικά με το αποκρουστικό πρόσωπο της κοινωνικής αγένειας. Αυτό το στοιχείο δεν προκύπτει μόνο από την εμπειρική παρατήρηση. Καταγράφεται με σαφήνεια στην έρευνα. Στην αξιολόγηση βαθμού δυσκολίας κατά την εργασία με κλίμακα 1-5, φιγουράρει στην κορυφή των απαντήσεων η συμπεριφορά των πελατών.
«Εμείς μονίμως κυνηγάμε τον χρόνο μας, από τη στιγμή που θα πατήσουμε το πόδι μας στη δουλειά. Φαντάσου ότι εγώ δουλεύω 22 χρόνια ως κούριερ και γνωρίζω πλέον πολύ καλά το δρομολόγιό μου και πάλι όμως διαπιστώνω στον εαυτό μου σημάδια ανησυχίας και στρες. Υπάρχει ένας πολύ μεγάλος όγκος παραδόσεων και πολύ ασφυκτικά standards, για παράδειγμα να φύγεις από τη Νέα Ιωνία και σε μισή ώρα να είσαι στη Γλυφάδα. Υπάρχουν δύσκολες καιρικές συνθήκες, προβλήματα στο δρόμο, μποτιλιαρίσματα και εντάσεις αλλά και πολλή κόπωση. Σκέψου ότι περνάς περίπου το 1/3 της μέρας σου πάνω στο μηχανάκι. Κουράζεσαι, πιάνεσαι, πονάς. Αλλιώς αντιδράς σε κάτι ξαφνικό και απρόβλεπτο που μπορεί να συμβεί την πρώτη ώρα δουλειάς, αλλιώς στις 5 το απόγευμα. Μειώνονται τα αντανακλαστικά σου εκ των πραγμάτων», αναφέρει ο γραμματέας του Σωματείου Εργαζομένων Ταχυδρομικών Ταχυμεταφορικών Επιχειρήσεων Αττικής (ΣΕΤΤΕΑ), Γιώργος Παπαδημητρίου.
Και συνεχίζει: «Ο κίνδυνος είναι καθημερινός. Εγώ πρόσφατα σταμάτησα στην Γ’ Σεπτεμβρίου, κατέβηκα, παρέδωσα και μόλις επέστρεψα ένα αυτοκίνητο είχε πέσει πάνω στο μηχανάκι. Από τύχη δεν ήμουν πάνω. Δεν αρκεί να προσέχεις μόνο εσύ, πρέπει να προσέχουν και οι άλλοι. Κι όλα αυτά για αρκετά χαμηλούς μισθούς, που κυμαίνονται στα 500-600 ευρώ το μήνα για πλήρες ωράριο και με το μεγαλύτερο ποσοστό των λειτουργικών εξόδων να καλύπτεται από εμάς τους ίδιους, παρότι ο κλάδος των ταχυμεταφορών είναι κερδοφόρος και στις μεγάλες εταιρείες τα κέρδη μπορεί να φτάσουν και το 1 εκατομμύριο ετησίως. Σε μας δίνουν ένα μικρό ποσό για επισκευές το μήνα, επίσης μας παρέχουν μπουφάν και παντελόνι. Στις περισσότερες επιχειρήσεις, όμως, δεν δίνουν τίποτα. Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα είναι τα καταστήματα franchise. Υπάρχουν περιπτώσεις εργοδοτών που κλείνουν τα καταστήματά τους σ’ ένα βράδυ, αφήνοντας χρέη σε εργαζομένους και ασφαλιστικά ταμεία και οι μητρικές εταιρείες δεν τα αναγνωρίζουν. Πετάει ο ένας το μπαλάκι στον άλλον».
Τα στοιχεία του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας που έχει στη διάθεσή του το inside story είναι αποκαλυπτικά για τους κινδύνους που διατρέχουν οι εργαζόμενοι δικυκλιστές. Στον κλάδο της εστίασης, το 2010 καταγράφηκαν 67 τροχαία ατυχήματα και το 2016 υπερδιπλασιάστηκαν σε 140, εκ των οποίων τα 3 ήταν θανατηφόρα. Τα τροχαία ατυχήματα αποτελούν το 53,1% του συνόλου των ατυχημάτων στην εστίαση. Και αυτή είναι μία μόνο και ίσως η πιο οφθαλμοφανής παράμετρος της επικινδυνότητας. Υπάρχουν πολλές ακόμα.
.....