Χωρίς να το σκεφτεί και εντελώς ασυναίσθητα σηκώθηκε και πήρε τα κλειδιά του. Κατέβηκε στο υπόγειο και πήγε στην γωνία που τον περίμενε. Την κοιτάξε όπως την είχε κοιτάξει και την πρώτη φορά που την είχε δει. Ηταν ένα γερασμένο Yamaha TDM. Εβαλε το κλειδί και το γύρισε, πάτησε την μίζα και ο κινητήρας της γουργούρισε σαν να περίμενε αυτό το πάτημα της μίζας. Ανέβηκε στην σκονισμένη σέλα και πατωντας το κουμπί της γκαραζόπορτας για να ανοίξει βγήκε στην ράμπα. Ανέβηκε και σταμάτησε. "Δεν φοράω κράνος, δεν φοράω τίποτα", σκέφτηκε. "Δεν πειράζει τον γύρο του τετραγώνου μόνο θα κάνω και θα γυρίσω", απάντησε στον εαυτό του. Κούμπωσε πρώτη και άφησε τον συμπλέκτη βγαίνοντας στον δρόμο. Έστριψε δεξία και χαλαρά ξεκίνησε να κάνει τον γύρο του τετραγώνου. Το ένα τετράγωνο, έγιναν πολλά. Δεν μπορούσε να σταματήσει. Ο ζεστός αέρας του χτυπούσε το πρόσωπο αλλά δεν τον ένοιαζε πια. Μια ώρα αργότερα ο Τάσος πάρκαρε την μοτοσυκλέτα μπροστά στο σπίτι του.
Ετρεξε μέσα και βγήκε με κουβάδες, σφουγγάρια, απορυπαντικά, βούρτσες. Αυτό που όλοι είχαν να λένε ήταν για την λεπτομέρεια στο πλύσιμο της μηχανής του. "Για να δούμε αν το θυμάμαι ακόμη πως γίνεται", σκέφτηκε και ξεκίνησε να καταβρέχει την μοτοσυκλέτα. Εριξε με πίεση νερό στις ρόδες, μπροστά από την μηχανή, πιο απαλά στα οργάνα και στο τιμόνι. Ξεκίνησε με το σφουγγάρι να απλώνει σαπουνάδα σε όλη την μηχανή. Κατέβηκε στις ζάντες όπου με μια βούρτσα καθάρισε όλη την μαυρίλα. Κοίταξε τις δαγκάνες, δεν ήταν ευχαριστήμενος με το αποτέλεσμα.
Ξέπλυνε όλη την μηχανή και την κατέβασε στο γκαράζ. Ελυσε τις δαγκάνες, και τις καθάρισε με βενζίνη, τσεκάρισε τις φλάντζες, και τις μοντάρισε πάλι. Αφού ξεκίνησε, έλεγξε για τζόγους σε ρουλεμάν τιμονιού και στις ρόδες, κοίταξε την αλυσίδα και τα γρανάζια. Εδεσε τα πάντα και ξεκίνησε να βγει έξω. Αλλά ήταν ήδη νύχτα. Εκλεισε το γκαράζ και μάζεψε όλα τα πράγματα πρόχειρα. Θα συνέχιζε το πρωί, πιο χαλαρός. Εκανε ενα ντουζ και άραξε στον καναπέ. Δεν άνοιξε την τηλεόραση, δεν πήρε το κινητό στα χεριά του. Ηταν γεμάτος και η προσμονή για το επόμενο πρωινό τον έκανε να νιώθει πιο γεμάτος. Σηκώθηκε και πήγε μέχρι την βιβλιοθήκη. Μετά από λίγο ψάξιμο το βρήκε. "Το ζεν και η τέχνη της συντήρησης της μοτοσυκλέτας" του Pirsig. Ξάπλωσε στον καναπέ και έβαλε τα πόδια στο τραπεζάκι. Ανοιξε το ξαναδιαβασμένο βιβλίο μπροστά του και εκεί τον πήρε ο ύπνος.
Ξύπνησε πονεμένος από τον ύπνο στον καναπέ και σηκώθηκε. Κοιτάζοντας έξω από την μπαλκονόπορτα κατάλαβε πως δεν είχε ακόμη ξημερώσει. Κοίταξε το ρολόι του και είδε 05:30. Πήγε στην κουζίνα με μισόκλειστα μάτια για να φτιάξει έναν καφέ. Προσπέρασε την καφετιέρα και άνοιξε την ντουλάπα. Εβγαλε τον νες έξω και έφτιαξε ένα φραπέ. Στην πρώτη γουλιά κοίταξε το ποτήρι. "Πόσα χρόνια έχω να πιω φραπέ;", αναρωτήθηκε και τράβηξε και δεύτερη τζούρα. Θυμήθηκε πως είχε αφήσει μια δουλειά στην μέση. Δεν είχε βγάλει ούτε τα ρουχά του από το περασμένο βράδυ. Κατέβηκε στο γκαράζ και έβγαλε την μοτοσυκλέτα έξω όσο πιο σιγά μπορούσε. Την κατάβρεξε πάλι με νερό, την γέμισε σαπουνάδες παντού. Την ξέπλυνε καλά και μετά ήρθε η ώρα των λεπτομερείων. Η ώρα είχε πάει 06:30 και ο ήλιο είχε αρχίσε να φαίνεται πίσω από τα βουνά Ανατολικά. Με τις βούρτσες του και τα πανάκια, με τις αλοιφές του και τα σπρέυ του πέρασε κάθε σημείο της μοτοσυκλέτας.
08:00 και πλεόν όχι μόνο δεν υπήρχε κόκκος σκόνης πάνω της, αλλά γυάλιζε ολόκληρη. Είχε λαδώσει την αλυσίδα, είχε ελέγξει πιέσεις στα λάστιχα. Τράβηξε μια φωτογραφία και την έστειλε στον φίλο του στην Αθήνα. Κατευθείαν ήρθε απάντηση με το χαρακτηριστικό χεράκι που δείχνει thumbs up και σχόλιο "ΚΑΙΡΟΣ ΗΤΑΝ". Έτρεξε στο σπίτι και ντύθηκε. Καβάλησε την μοτοσυκλέτα και κατευθύνθηκε προς τον Χορτιάτη. Πέρασε από το Ασβεστοχώρι, την Εξοχή, και βγήκε στον Αγιο Βασίλειο. Από εκεί γύρισε προς την Θεσσαλονική. Βγήκε στο Καλοχώρι και κατευθύνθηκε προς το Ακρωτήρι. Μια καντίνα μόλις βγήκε από το χωριό έσβηνε τα νυχτερινά της φωτά. Σταμάτησε και πήρε ένα καφέ. Έφτασε στο Ακρωτήρι και άραξε κοιτώντας την θάλασσα. Βγάζοντας το κράνος χαμογελούσε... ένα χαμόγελο που σιγά σιγά έγινε γέλιο τρανταχτό. Τράβηξε άλλη μια φωτό την θάλασσα και την έστειλε στον φίλο του στην Αθήνα. Γελούσε, όπως είχε να γελάσει πολύ καιρό.
Εμεινε εκεί όσο μπορούσε. Ο ήλιος είχε σηκωθεί για τα καλά. Κοίταξε το ρολόι του, είχε πάει 11:00. Εκανε να πιάσει το κινήτο του και τότε κατάλαβε πως το είχε αφήσει σπίτι. Φόρεσε γρήγορα το κράνος του και καβάλησε την μοτοσυκλέτα του. Εβαλε μπροστά και κατευθύνθηκε προς την Νεάπολη. Εφτασε έξω από το γκαράζ, σταμάτησε για μια στιγμή που κάτι του έλεγε να συνεχίσει την βόλτα. Εβαλε την μηχανή μέσα και ανέβηκε στο σπίτι. Πήρε το κινήτο του και κοίταξε με άγχος την οθόνη. Δυο κλήσεις μόνο από την γυναίκα του. Κατέβηκε στο υπόγειο και άνοιξε το computer. Κανείς δεν είχε καταλάβει ότι έλειπε. Το ήξερε μόνο αυτός. Ξεκίνησε την δουλειά, και χαμογελούσε. Σε όλα τα meeting ήταν με χαμόγελο. Πήρε το κινήτο του στα χέρια του και έστειλε μυνημα στον φίλο του. Μια λέξη μόνο... "Πότε;"
(Συνεχίζεται)