Οι θρυλικές μπουάτ της Παλιάς Αθήνας του ’60 και του ’70 και οι παρέες που έγραψαν ιστορία
Γιώγος Νταλάρας και Χάρις Αλεξίου
«Οι μπουάτ ήταν ιερατεία του καλού τραγουδιού. Οι βραδιές στις μπουάτ ήταν ένα είδος μουσικών λειτουργιών».
Οι μικρές μουσικές σκηνές, που αναζητούν τον πυρήνα του τραγουδιού, όπως αυτός παρουσιαζόταν στις θρυλικές μπουάτ της δεκαετίας του ’60 και του ’70 ολοένα και αυξάνονται. Μόδα ή ανάγκη; Αναζήτηση χαμένης εμπορικής φλέβας χρυσού ή χαμένης αθωότητας; Το «boîte» ή «κουτί», στα ελληνικά, κρύβει πιθανόν πολλές εκπλήξεις ακόμα. Ας το ανοίξουμε.
Ο μικρός χώρος με ένα πιάνο, μια κιθάρα και μια φωνή πάνω στη λιλιπούτεια σκηνή, τοποθετημένη σε απόσταση αναπνοής από τους θαμώνες, χρωστά την έμπνευσή του στον Γιώργο Μπουκουβάλα, ο οποίος το 1960 άνοιξε τον «Τιπούκειτο», στην οδό Νικοδήμου στην Πλάκα. Εκεί, όπου τα νοίκια ήταν φθηνά, οι πολυκατοικίες αποκλεισμένες δια νόμου και οι άνθρωποι του μόχθου. Οι νεαροί Λάκης Παππάς και Κώστας Χατζής εμφανίζονται διαδοχικά εκεί και ο κόσμος αρχίζει να συγκεντρώνεται για να ακούσει τα τραγούδια «γυμνά».
Δύο χρόνια μετά, ο χώρος κλείνει, και ο ιδιοκτήτης του ανοίγει το «Συμπόσιο». Όπως περιγράφει και ο Διονύσης Σαββόπουλος στο cd «Καταγραφές» του περιοδικού Ήχος & Hi-Fi: «Πιο υποφωτισμένο μαγαζί δεν είχε ξαναδεί η Αθήνα· ο κόσμος καθόταν κάτω στο δάπεδο, πάνω σε αρχαίες μαξιλάρες πίνοντας κρασί μέσα από χάλκινα ποτήρια και άκουγε τα καινούργια τραγούδια».
Μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα οι μπουάτ αρχίζουν να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια στην περιοχή. «Απανεμιά», «Αυλαία», «Δώμα», «Εσπερίδες», «Ερωτόκριτος», «Ζώδια», «Καρυάτις», «Κατακόμβη», «Κιβωτός», «Λεωνίδας», «Λήθη», «Λημέρι», «Λυχνάρι», «Νεφέλες», «Ρουλότα», «Σκορπιός», «Σούσουρο», «Σοφίτα», «Στοά», «Συμπόσιο», «Στέκι του Γιάννη», «Σχολείο», «Ταβάνια», «Τετράδιο», «Τζάκι», «Χάντρες», «Χρυσό Κλειδί», ατελείωτος ο κατάλογος. Οι περισσότερες συγκεντρωμένες στην Πλάκα, επί των οδών Μνησικλέους και Θόλου.
Και εκτός Αθηνών, στη Μύκονο, στη Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα, στην Ύδρα, από τις αρχές του ’60, οι χώροι ανοίγουν ο ένας μετά τον άλλον.
Ενδεικτικό της αποδοχής των μπουάτ ήταν οι μέχρι και τρεις παραστάσεις που περιελάμβανε το πρόγραμμα: 8-10, 10-12, 12-2 μετά τα μεσάνυχτα. Κύριο χαρακτηριστικό τους, η άμεση επικοινωνία ανάμεσα στον καλλιτέχνη και στο κοινό. Η Μαρίζα Κωχ επιχειρεί έναν ορισμό αυτών των χώρων: «Η μπουάτ για μένα ορίζει μια εποχή που έχει μικρά καρεκλάκια και μεγάλο στριμωξίδι. Ένας προβολέας αυτοκινήτου πάνω στη σκηνή, καμία ωραιοποίηση, γυμνή αλήθεια. Οι μπουάτ υπήρξαν η γυμνή αλήθεια της μουσικής μας».
Ο Σαββόπουλος, ο οποίος ανδρώθηκε μουσικά στις μπουάτ, μας επισημαίνει: «Έπρεπε να τα καταφέρεις με το τίποτα. Με μία κιθάρα, άντε κι ένα πιάνο. Οι θαμώνες κάθονταν μισό μέτρο απ’ τον τραγουδιστή και οι τελευταίοι το πολύ στα πέντε-έξι μέτρα. Έπρεπε να ‘σαι απλός και άμεσος και έτοιμος να αυτοσχεδιάσεις». Και αναπολώντας συνεχίζει: «Στη "Στοά", 1964-65. Στην οδό Ξάνθου, στο Κολωνάκι. Με τη Μαρία Φαραντούρη και το Μάνο Λοΐζο. Απίστευτο πρόγραμμα. Το θυμάμαι και δεν το πιστεύω. Στη "Ρουλότα" ’65-’66. Οδός Βουλής. Πλάκα. Με την Καίτη Χωματά και τον Θάνο Μικρούτσικο ως πιανίστα».
Ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, παιδί και αυτός των ίδιων χώρων καταθέτει τη δική του αναφορά στην ιστοσελίδα MusicHeaven: «Τον Ιούνιο του 1968 κατέβηκα για πρώτη φορά στην Αθήνα και ο Πατσιφάς φρόντισε να με βάλει δίπλα στο Γιώργο Ζωγράφο κι αυτός ανέλαβε να με συστήσει στο εξαιρετικό κοινό που γέμιζε κάθε βράδυ την αυλή της μπουάτ "11" που βρισκόταν στο νούμερο 11 της Κυδαθηναίων. Τραγουδούσα μπροστά στην αφρόκρεμα του πνεύματος και έκανα γνωριμίες με σπουδαίους ανθρώπους. Για μένα ήταν η αυλή του παραδείσου. Δεν έβλεπα την ώρα πότε θα βραδιάσει για να ξαναζήσω τη μαγεία».
Το 1964 η μουσική που ακουγόταν στις μπουάτ απέκτησε και όνομα: «Νέο Κύμα». Νονός ο Αλέκος Πατσιφάς και η νεοσύστατη δισκογραφική εταιρεία Λύρα. «Νέο Κύμα» κατά το γαλλικό «nouvel vague». Οι μουσικοί του είτε μόλις είχαν αποφοιτήσει από το σχολείο (Καίτη Χωματά, Πόπη Αστεριάδη) είτε ήταν φοιτητές (η Αρλέτα και ο Νίκος Χουλιαράς σπούδαζαν στη Σχολή Καλών Τεχνών, ο Γιώργος Κοντογιώργος σπούδαζε ιατρική και ο Μιχάλης Βιολάρης ήταν φοιτητής φιλολογίας).
Εξέχουσα μορφή τους και ο πρόσφατα εκλιπών Γιώργος Ζωγράφος που είχε ξεκινήσει ως ηθοποιός, απόφοιτος της Σχολής του Κουν. Πρωτοτραγούδησε στην μπουάτ «Θαλάμη» της Μυκόνου κάνοντας στη συνέχεια σπίτι του για δυο δεκαετίες τις πλακιώτικες μπουάτ.
Ο Γιάννης Σπανός γράφει μερικές από τις πιο αναγνωρίσιμες μελωδίες, εμπνεόμενος και από τις παρισινές μνήμες του. Άλλοι γνωστοί συνθέτες που συνδέουν την τέχνη τους με το Νέο Κύμα είναι ο Γιάννης Γλέζος, ο Λίνος Κόκοτος, ο Νίκος Μαμαγκάκης και ο Νότης Μαυρουδής, ενώ ποιητικές προσωπικότητες όπως ο Άκης Δασκαλόπουλος, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, ο Δημήτρης Ιατρόπουλος και ο Κώστας Κωτούλας προσφέρουν στίχους.
Η μπαλάντα αποτελεί το βασικό μορφολογικό πυρήνα του Νέου Κύματος, το οποίο όμως γεννά και νησίδες λαϊκού ήχου, παραδοσιακών προσμίξεων, ή ροκ πειραματισμού. Όλα, με μιαν αύρα ανεμελιάς, αθωότητας και καλώς εννοούμενου ερασιτεχνισμού. Ο Σαββόπουλος, πάλι στο cd «Καταγραφές», αφήνει αινιγματικά ερωτήματα γύρω από την ουσία αυτού του ρεύματος: «Κι εγώ Νέο Κύμα είμαι. Δεν μας έλειψε το ταλέντο, ούτε ο πόθος του αγνώστου. Κι όμως, από όλη αυτή την ιστορία δεν έμεινε παρά μόνο το αεράκι μιας ελαφρότητος. Γιατί; Μήπως επειδή ό,τι πετύχαμε ήταν τίποτε μπροστά σε ό,τι ονειρευτήκαμε και θα θέλαμε; Ή μήπως ζήσαμε αυτή την τεράστια διαφορά σαν κάτι ελαφρύ και διασκεδαστικό»;
Τα υπαρκτά ερωτήματα γύρω από το Νέο Κύμα και την κληρονομιά του δεν αναιρούν τη σημασία της συνάντησής αυτού του τραγουδιού με τις μπουάτ. Ο Νίκος Μαμαγκάκης αποτιμά γενναιόδωρα τον χαρακτήρα αυτών των χώρων: «Οι μπουάτ ήταν ιερατεία του καλού τραγουδιού. Οι βραδιές στις μπουάτ ήταν ένα είδος μουσικών λειτουργιών. Πήγαιναν νέοι άνθρωποι που είχαν μια φαντασία και ένα όραμα, και άκουγαν κατεξοχήν υψηλή, μελοποιημένη ποίηση. Και ήταν και πρόσφορες, φτηνές, δεν χρειαζόταν να έχεις πολλά λεφτά για να πας».
Το αίσθημα που εξέφρασαν οι μπουάτ περιγράφει εύστοχα και ο Μανώλης Ρασούλης («Εδώ είναι του Ρασούλη», εκδ. Ιανός): «Ήταν οι δικοί μας χώροι. Πήγαινες μ’ ό,τι ρούχα φορούσες. Καθόμασταν δίπλα-δίπλα κι όλοι μαζί μέσα σε μια κοινή μοίρα και πρεμούρα να επικοινωνήσουμε, να πλατσουρίσουμε σαν νήπια στο συλλογικό μας ασυνείδητο και σε μια νέα εθνική συνειδητότητα». Αυτή η συνειδητότητα ορίζεται και πολιτικά, μέσα από μια νεολαία και μιαν εποχή που έβραζαν.
Ο Σαββόπουλος προσδιορίζει τις πηγές του κινήματος των μπουάτ ως εξής: «Ήταν η εποχή της ελπίδας διεθνώς. Εδώ στην Ελλάδα το φοιτητικό κίνημα 1-1-4 ήταν αυτονομημένο και ακηδεμόνευτο από τα κόμματα. Μιλούσαμε εμείς και αυτοί άκουγαν. Η νεολαία χρειαζόταν τα τραγούδια της. Υπήρχαν βέβαια ποπ γκρουπάκια, αλλά η τέχνη τους δεν ξεπερνούσε τα στενά όρια της χορευτικής μόδας. Λίγο πολύ μαϊμουδίζανε τους ξένους, ενώ η νεολαία ήθελε κάτι που να τις επιτρέψει να αισθανθεί μοντέρνα, χωρίς να χάσει την ψυχή της. Αυτό έψαχνε να βρει στις μπουάτ».
Τόπος γνωριμίας, λοιπόν, οι μπουάτ και συνάντησης. Όχι μόνο απλοί μουσικοί χώροι, κέντρα διασκέδασης και ψυχαγωγίας. Αυτό μας τονίζει και ο Γιάννης Κούκλης, ο οποίος επί 50 χρόνια ζει και δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στην οδό Μνησικλέους και πρόκειται εν έτει 2010 να ανοίξει εκεί μια καινούργια μπουάτ, ένα μουσικό καφενείο, όπως το ονομάζει: «Οι μπουάτ, αν δεν είχαν προοδευτικά μηνύματα, δεν μπορούσαν να σταθούνε. Ήταν προορισμένες για τους νέους αλλά και για τον απλό, φτωχό λαό. Ερχόντουσαν σε αυτές και πίνανε το βερμουτάκι τους, το κρασάκι τους, την πορτοκαλάδα τους και πλήρωναν ένα φθηνό εισιτήριο. Στις μπουάτ ερχόντουσαν και ποιητές και παρουσίαζαν τα ποιήματά τους. Θυμάμαι τακτικό θαμώνα τον ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου. Γινόντουσαν συζητήσεις για το τραγούδι, την τέχνη, την πολιτική…».
Συνεχιζεται...