- Δημοσιεύσεις
- 26.533
- Ηλικία
- 62
- Περιοχή
- Αγρινιο
- Μοτοσυκλέτα
-
KAWASAKI ΖΧR 900 1999
MODENAS X CITE 135 2009
- Όνομα
- ΜΙΧΑΛΗΣ
- Περιοχή
- ΑΓΡΙΝΙΟ
Με κρατάς ανάμεσα στα δάχτυλά σου κι ονειρεύεσαι… Δεν είναι μόνο η ομορφιά μου που ρουφάς με τα μάτια σου. Ούτε μονάχα η τέχνη που είχαν τα όποια χέρια έφτιαξαν τις χάντρες μου και τις πέρασαν σε μια μεταξωτή κλωστή.
Είναι κι η μουσική που χαρίζω στ’ αυτιά σου. Οι μυστικές μελωδίες της θάλασσας στις κοραλλένιες χάντρες μου. Οι ψίθυροι του κεχριμπαριού, που φέρνουν τις αύρες και τις μυρωδιές πανάρχαιων δασών, που πέτρωσαν τα ρετσίνια τους. Οι ρυθμικοί ήχοι των πετραδιών από τόπους μακρινούς, που έγιναν κι αυτά χάντρες και το τραγούδι τους σου κρατά τώρα συντροφιά…
Κι είναι το χάδι μου… Αυτή η απτή παρουσία στη μοναξιά σου, στη χαρά σου, στη λύπη σου. Παίρνοντας ζεστασιά απ’ την παλάμη σου, σ’ αγγίζω απαλά, γλιστρώ τρυφερά ανάμεσα στα δάχτυλά σου, γλυκαίνω όλες τις στιγμές σου.
Μα πάνω απ’ όλα, γλυκαίνω την ψυχή σου. Αδημονείς, σε υπομονεύω. Αγωνιάς, σε γαληνεύω. Γλεντάς, σου κάνω παρέα. Έχεις καημό, σε παρηγορώ.
Έργο τέχνης και φίλος μαζί. Κομμάτι συλλογής πολύτιμο, μα και συνήθεια καθημερινή που δεν μπορείς να στερηθείς! Είμαι – λες καμιά φορά - το μεράκι σου. Όχι μόνο. Είμαι κάτι παραπάνω απ’ αυτό: Έτσι που έχουμε δεθεί, εσύ κι εγώ, είμαι ένα κομμάτι από τον ίδιο τον εαυτό σου.
Το κομπολόι φωλιάζει καλύτερα στην παλάμη και φτιάχνει ωραιότερη «γιρλάντα» όταν στο κάτω μέρος του κλείνει ο κύκλος με μια χάντρα μονή. Οι υπόλοιπες, παίζονται ευκολότερα κατά ζευγάρια, και καθώς γλιστρούν ρυθμικά και μελωδικά προς τα κάτω, σταματούν πιο ισόρροπα στη μονή χάντρα που οριοθετεί τη διαδρομή τους. Και τελικά, για να είναι το κομπολόι γούρικο και να φέρνει τύχη, πρέπει να έχει χάντρες μονές. Γιατί; Διότι έτσι λέει η παράδοση…
Ο «κανονικός» αριθμός είναι 33 – όσα τα χρόνια του Χριστού, σπεύδουν να εξηγήσουν μερικοί. Όχι, όσοι οι κόμποι στο πρώτο ορθόδοξο καλογερίστικο κομποσχοίνι του Παχώμιου – που θα τον συναντήσουμε παρακάτω – λένε άλλοι.
Και υπάρχει και τρίτη εκδοχή: Το κομπολόι είναι μουσουλμανικό προσευχητάρι και ο Μωάμεθ, που το εμπνεύστηκε για να μετρούν οι πιστοί τις προσευχές τους, όρισε να’ χει 99 χάντρες, όσες και οι χάρες του Αλλάχ. Όμως αυτό το Masbaha (λέξη που σημαίνει «απαγγέλλω προσευχές») ήταν τελικά τόσο μεγάλο, που μπέρδευε τους προσευχόμενους. Κι έτσι, για να μην ξεχνούν καμία χάρη του θεού τους, μοίρασαν τις 99 χάντρες σε τρεις ενότητες, από 33 χάντρες καθεμιά. Στο τέλος, με πνεύμα ακόμα πιο πρακτικό, επικράτησαν κομπολόγια με 33 μόνο χάντρες και για «καλυφθούν» οι 99 θεϊκές χάρες, κάθε χάντρα «μετρούσε» για τρεις από τις χάρες αυτές. Κι η τελευταία, η μεγάλη χάντρα – αυτή που ξέρουμε ως «παπά» - αντιπροσώπευε τον ίδιο τον Αλλάχ.
Στο ελληνικό κομπολόι, όπως διαμορφώθηκε από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ο αριθμός αυτός δεν τηρήθηκε. Οι Έλληνες μείωσαν τις χάντρες σε 23. Από αντίδραση; Μερικοί όντως πιστεύουν ότι «κουτσουρεύοντας» το τούρκικο κομπολόι, οι ραγιάδες έκαναν ένα είδος αντίστασης. Δεν είναι σίγουρο… Απλά, εκείνοι, που βέβαια δεν το συνδέανε με τις χάρες του Αλλάχ, αφαίρεσαν από το κομπολόι κάμποσες χάντρες ώστε να μην είναι «πυκνό» σαν το τούρκικο, που οι χάντρες του ήταν αμετακίνητες, και να μπορούν να τις «ξεκοκκίζουν» απολαμβάνοντας την απαλό τους χάδι και το κελάιδισμα τους.
Ο «κανονικός» αριθμός είναι 33 – όσα τα χρόνια του Χριστού, σπεύδουν να εξηγήσουν μερικοί. Όχι, όσοι οι κόμποι στο πρώτο ορθόδοξο καλογερίστικο κομποσχοίνι του Παχώμιου – που θα τον συναντήσουμε παρακάτω – λένε άλλοι.
Και υπάρχει και τρίτη εκδοχή: Το κομπολόι είναι μουσουλμανικό προσευχητάρι και ο Μωάμεθ, που το εμπνεύστηκε για να μετρούν οι πιστοί τις προσευχές τους, όρισε να’ χει 99 χάντρες, όσες και οι χάρες του Αλλάχ. Όμως αυτό το Masbaha (λέξη που σημαίνει «απαγγέλλω προσευχές») ήταν τελικά τόσο μεγάλο, που μπέρδευε τους προσευχόμενους. Κι έτσι, για να μην ξεχνούν καμία χάρη του θεού τους, μοίρασαν τις 99 χάντρες σε τρεις ενότητες, από 33 χάντρες καθεμιά. Στο τέλος, με πνεύμα ακόμα πιο πρακτικό, επικράτησαν κομπολόγια με 33 μόνο χάντρες και για «καλυφθούν» οι 99 θεϊκές χάρες, κάθε χάντρα «μετρούσε» για τρεις από τις χάρες αυτές. Κι η τελευταία, η μεγάλη χάντρα – αυτή που ξέρουμε ως «παπά» - αντιπροσώπευε τον ίδιο τον Αλλάχ.
Στο ελληνικό κομπολόι, όπως διαμορφώθηκε από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ο αριθμός αυτός δεν τηρήθηκε. Οι Έλληνες μείωσαν τις χάντρες σε 23. Από αντίδραση; Μερικοί όντως πιστεύουν ότι «κουτσουρεύοντας» το τούρκικο κομπολόι, οι ραγιάδες έκαναν ένα είδος αντίστασης. Δεν είναι σίγουρο… Απλά, εκείνοι, που βέβαια δεν το συνδέανε με τις χάρες του Αλλάχ, αφαίρεσαν από το κομπολόι κάμποσες χάντρες ώστε να μην είναι «πυκνό» σαν το τούρκικο, που οι χάντρες του ήταν αμετακίνητες, και να μπορούν να τις «ξεκοκκίζουν» απολαμβάνοντας την απαλό τους χάδι και το κελάιδισμα τους.
Οι χάντρες πρέπει να περνιούνται σε κορδόνι. Στριφτό, μεταξωτό. Η σημερινή συνήθεια της αλυσίδας, από τους λάτρεις του κομπολογιού θεωρείται «μόδα» ανορθόδοξη. Που και στερεί το κομπολόι απ’ την αυθεντικότητά του, και έχει και το μειονέκτημα να φθείρει τις χάντρες. Να τις τρίβει και να τις «τρώει»...
Πέρα απ’ το κορδόνι, χαρακτηριστικά στοιχεία του κομπολογιού είναι ο παπάς και η φούντα. Παπάς είναι η μεγάλη χάντρα, συχνά διαφορετικού σχήματος από τις υπόλοιπες του κομπολογιού, και πάντως μεγαλύτερη, που υπάρχει στο τελείωμα της γιρλάντας.
Στην τελική απόληξη, είναι δεμένη η φούντα. Η γλύκα του κομπολογιού, λένε οι μερακλήδες, είναι στη φούντα… Σε αυτό τον απαλό μεταξωτό θύσανο «που όταν τον χαϊδεύεις χαλαρώνεις και μελώνεις μέχρι βαθιά μέσα στην καρδιά σου»! Ως αγχολυτικός παράγοντας έχει βασικό ρόλο. Μα και σαν στολίδι, είναι σχεδόν αδιανόητο να λείπει η φούντα από το παραδοσιακό κομπολόι. Παλιά, την έφτιαχναν πυκνή και πλούσια. Κι η δουλειά του «φουνταδόρου» δεν λογιζόταν επάγγελμα, μα τέχνη.
Σήμερα, συχνά η φούντα λείπει... Οι νεαρότεροι τη θεωρούν γεροντίστικη, ξεπερασμένη. Μα οι «παραδοσιακοί» λένε πως ένα κομπολόι όχι «δίχως χάντρες», αλλά δίχως φούντα, είναι βάναυσα ακρωτηριασμένο. Πάντως, για την κατάργησή της υπεύθυνοι υπήρξαν οι κουτσαβάκηδες: Το μετάξι της τους ερχόταν ακριβό. Και την αφαίρεσαν. Όπως και τον παπά. Και έτσι περικόβοντας, έκαναν και τις χάντρες των κομπολογιών τους μοναχά δεκάξι.
Το ενδιαφέρον αυτό ρήμα υπάρχει στο Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης του Άνθιμου Γαζή, που η πρώτη του έκδοση έγινε στη Βιέννη, και η δεύτερη «εκ της Τυπογραφίας Κωνσταντίνου Γκαρπόλα του Ολυμπίου» στην Αθήνα το 1839.
Κομπέω-κομπώ σημαίνει «ηχώ, κωδωνίζω, ιδίως επί ήχου τον οποίον εκδίδουσι πήλινα ή μεταλλικά αγγεία όταν το έν μετά του άλλου συγκρούωνται». Να θεωρήσουμε ότι τάχα, τυχαία «κομπείται» και το κομπολόι; Και ότι ο ήχος - ο «κόμπος» και όχι «κόμβος» - που κάνουν οι χάντρες του όταν «η μία μετά της άλλης συγκρούωνται» δεν είναι από τα βασικά του στοιχεία;
Καθόλου δεν είναι τυχαίο: Το κομπολόι είναι και μουσική… Μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά κάποιες φορές, όπως γράφει ο Ηλίας Πετρόπουλος στα «Ρεμπέτικα Τραγούδια» του: «Το κομπολόι συνόδευε ως μουσικό όργανο το μπαγλαμά. Ο οργανοπαίκτης κρατούσε με το αριστερό του χέρι από τη φούντα ένα κομπολόι. κρεμασμένο από μια κουμπότρυπα του ρούχου του, και με το δεξί έτριβε ρυθμικά τις χάντρες του μ’ ένα κρασοπότηρο». Καμιά φορά, μερικοί παλιότεροι λαϊκοί τραγουδιστές το κάνουν αυτό ακόμα…
Πέρα απ’ το κορδόνι, χαρακτηριστικά στοιχεία του κομπολογιού είναι ο παπάς και η φούντα. Παπάς είναι η μεγάλη χάντρα, συχνά διαφορετικού σχήματος από τις υπόλοιπες του κομπολογιού, και πάντως μεγαλύτερη, που υπάρχει στο τελείωμα της γιρλάντας.
Στην τελική απόληξη, είναι δεμένη η φούντα. Η γλύκα του κομπολογιού, λένε οι μερακλήδες, είναι στη φούντα… Σε αυτό τον απαλό μεταξωτό θύσανο «που όταν τον χαϊδεύεις χαλαρώνεις και μελώνεις μέχρι βαθιά μέσα στην καρδιά σου»! Ως αγχολυτικός παράγοντας έχει βασικό ρόλο. Μα και σαν στολίδι, είναι σχεδόν αδιανόητο να λείπει η φούντα από το παραδοσιακό κομπολόι. Παλιά, την έφτιαχναν πυκνή και πλούσια. Κι η δουλειά του «φουνταδόρου» δεν λογιζόταν επάγγελμα, μα τέχνη.
Σήμερα, συχνά η φούντα λείπει... Οι νεαρότεροι τη θεωρούν γεροντίστικη, ξεπερασμένη. Μα οι «παραδοσιακοί» λένε πως ένα κομπολόι όχι «δίχως χάντρες», αλλά δίχως φούντα, είναι βάναυσα ακρωτηριασμένο. Πάντως, για την κατάργησή της υπεύθυνοι υπήρξαν οι κουτσαβάκηδες: Το μετάξι της τους ερχόταν ακριβό. Και την αφαίρεσαν. Όπως και τον παπά. Και έτσι περικόβοντας, έκαναν και τις χάντρες των κομπολογιών τους μοναχά δεκάξι.
Το ενδιαφέρον αυτό ρήμα υπάρχει στο Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης του Άνθιμου Γαζή, που η πρώτη του έκδοση έγινε στη Βιέννη, και η δεύτερη «εκ της Τυπογραφίας Κωνσταντίνου Γκαρπόλα του Ολυμπίου» στην Αθήνα το 1839.
Κομπέω-κομπώ σημαίνει «ηχώ, κωδωνίζω, ιδίως επί ήχου τον οποίον εκδίδουσι πήλινα ή μεταλλικά αγγεία όταν το έν μετά του άλλου συγκρούωνται». Να θεωρήσουμε ότι τάχα, τυχαία «κομπείται» και το κομπολόι; Και ότι ο ήχος - ο «κόμπος» και όχι «κόμβος» - που κάνουν οι χάντρες του όταν «η μία μετά της άλλης συγκρούωνται» δεν είναι από τα βασικά του στοιχεία;
Καθόλου δεν είναι τυχαίο: Το κομπολόι είναι και μουσική… Μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά κάποιες φορές, όπως γράφει ο Ηλίας Πετρόπουλος στα «Ρεμπέτικα Τραγούδια» του: «Το κομπολόι συνόδευε ως μουσικό όργανο το μπαγλαμά. Ο οργανοπαίκτης κρατούσε με το αριστερό του χέρι από τη φούντα ένα κομπολόι. κρεμασμένο από μια κουμπότρυπα του ρούχου του, και με το δεξί έτριβε ρυθμικά τις χάντρες του μ’ ένα κρασοπότηρο». Καμιά φορά, μερικοί παλιότεροι λαϊκοί τραγουδιστές το κάνουν αυτό ακόμα…
Ο ήχος του κομπολογιού είναι η φωνή του. Κι αυτοί που ξέρουν ποτέ δεν «βροντοχτυπούν τις χάντρες», αλλά όχι για τους λόγους που υπαινίσσεται το λαϊκό τραγουδάκι… Αλλά διότι οι χάντρες – πέτρινες, κοκάλινες, κεχριμπαρένιες, από κέρατο, από κοράλλι είτε από έβενο – πρέπει να παίζονται ήρεμα και απαλά, ώστε να μπορέσεις, πράγματι, ν’ ακούσεις τι σου λένε…
Η ψυχή του κομπολογιού, η φωνή του, η μουσική του, είναι οι χάντρες: Λείες ή ακανόνιστες, διάφανες ή μη, πέτρινες, ξύλινες, κεχριμπαρένιες, κοκάλινες… Πολύτιμες ή έστω κι από κουκούτσια ελιάς, κουκιά ή χαρούπια.
"Διάτρητον κατά τον άξονα σφαιρίδιον, εξ ού περάται νήμα»… Οι κλασικές εγκυκλοπαίδειες κάπως έτσι δίνουν την ταυτότητα της χάντρας. Τι πεζή περιγραφή για κάτι τόσο θαυμαστά πλούσιο σε φαντασία, σε τέχνη κατασκευής, σε συμβολισμό, σε ιστορία!
Φαίνεται πως ο άνθρωπος χρησιμοποίησε τη χάντρα ήδη από εποχές που χάνονται στα σκοτάδια της προϊστορίας, κάνοντάς την αρχικά φυλαχτό – ενάντια στους εχθρούς, στις αρρώστιες, στις καταστροφικές δυνάμεις της Φύσης. Το μαρτυρούν, ακόμα, οι φορτωμένες με χάντρες μάσκες των ιθαγενών του Μπαλί, του Κονγκό ή του Καμερούν, οι οποίοι πίστευαν ότι τα «διάτρητα σφαιρίδια» είχανε δύναμη μεταφυσική. Και ασφαλώς το γεγονός ότι, από παλιά, λαοί σαν τους Ίνκας του βόρειου Περού κεντούσαν με χάντρες διάφορα ρούχα ή έφτιαχναν μ’ αυτές κοσμήματα, όπως περιδέραια και βραχιόλια, δεν πρέπει να ερμηνευτεί απλά σαν μια συνήθεια διακοσμητική, αλλά σαν μια εσώτερη ανάγκη που υπαγορευόταν από δεισιδαιμονίες.
Φυλαχτό πρώτ’ απ’ όλα ή και στολίδι, η χάντρα απέδειξε σε διάφορες εποχές ότι μπορούσε να έχει και πρακτικές χρήσεις.
Πρώτοι οι αρχαίοι Κινέζοι, επινοώντας τον άβακα, της έδωσαν και αξία παιδευτική. Πολύ γνωστός και στην Ελλάδα από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αυτός ο «άβαξ» ήταν ένα ορθογώνιο πλαίσιο με τεντωμένες μεταλλικές χορδές, όπου γλιστρούσαν ξύλινα σφαιρίδια: Αντιπροσώπευαν τις μονάδες, τις δεκάδες και τις εκατοντάδες, και τα μετακινούσαν τα παιδάκια για να μαθαίνουν τις στοιχειώδεις έννοιες της Αριθμητικής.
Ο λαός μας, παραφθείροντας την αρχαία λέξη, ονόμαζε αυτό το πλαίσιο «άμπακο». Κι αν κάποιος ήτανε «γραμματιζούμενος», η χαρακτηριστική δημώδης έκφραση που καθρέφτιζε τις γνώσεις του ήταν «ξέρει τον άμπακο», δηλαδή «πάρα πολλά»,. Και κατ’ επέκταση, για τον καλοφαγά, έφτασε ως εμάς και το γνωστό μας «έφαγε τον άμπακο»!
... τραγουδούσε, παλιότερα, ο Σπύρος Ζαγοραίος. Σεβντάς λοιπόν και το μπεγλέρι, κι ας μην είναι πραγματικό κομπολόι. Δηλαδή γιρλάντα, κύκλος κλειστός. Στο μπεγλέρι, οι δυο άκρες του κορδονιού όπου είναι περασμένες οι χάντρες, δεν είναι ενωμένες. Το σχοινάκι του είναι μια απλή ευθεία.
Κι οι χάντρες του, όμως, λιγοστές. Συνήθως δεν ξεπερνούν τις έξι ή οκτώ. Και συνήθως σχηματίζουν συμμετρικά ζευγάρια, χωρίς να υπάρχει η μονή χάντρα που χαρακτηρίζει το κλασικό κομπολόι. Κατά κανόνα, οι δυο ελεύθερες άκρες στα μπεγλέρια κλείνουν με ένα «καπάκι» ή θυρεό, ως επί το πλείστον ασημένιο.
Η νεολαία, σήμερα, πολύ συχνά προτιμά το μπεγλέρι από το κομπολόι. Η απλή του γραμμή, το μήκος του και ο όγκος του που είναι μικρότερα, το κάνουν πιο εύχρηστο, πιο νεανικό. Και χωράει πολύ πιο εύκολα στις στενές τσέπες του μπλου τζιν ή στο τσεπάκι του καλοκαιρινού πουκάμισου. Είναι ένας εξίσου καλός, μικρός φίλος, με λιγότερες «απαιτήσεις»…
Σε μια στιγμή φόβου, άγχους, μοναξιάς, τίποτε δεν καταπραΰνει περισσότερο την ψυχή από ένα άγγιγμα – ένα χάδι, ένα σφίξιμο του χεριού, ένα αγκάλιασμα… Με την αίσθηση της αφής εισπράττουμε πιο άμεσα απ’ ό,τι με οτιδήποτε άλλο τη στοργή, τη συντροφιά, την παρηγοριά ή την προστασία που νιώθουμε πως μας λείπει.
Πηγη http://iscreta.gr
Συνεχιζεται........
Η ψυχή του κομπολογιού, η φωνή του, η μουσική του, είναι οι χάντρες: Λείες ή ακανόνιστες, διάφανες ή μη, πέτρινες, ξύλινες, κεχριμπαρένιες, κοκάλινες… Πολύτιμες ή έστω κι από κουκούτσια ελιάς, κουκιά ή χαρούπια.
"Διάτρητον κατά τον άξονα σφαιρίδιον, εξ ού περάται νήμα»… Οι κλασικές εγκυκλοπαίδειες κάπως έτσι δίνουν την ταυτότητα της χάντρας. Τι πεζή περιγραφή για κάτι τόσο θαυμαστά πλούσιο σε φαντασία, σε τέχνη κατασκευής, σε συμβολισμό, σε ιστορία!
Φαίνεται πως ο άνθρωπος χρησιμοποίησε τη χάντρα ήδη από εποχές που χάνονται στα σκοτάδια της προϊστορίας, κάνοντάς την αρχικά φυλαχτό – ενάντια στους εχθρούς, στις αρρώστιες, στις καταστροφικές δυνάμεις της Φύσης. Το μαρτυρούν, ακόμα, οι φορτωμένες με χάντρες μάσκες των ιθαγενών του Μπαλί, του Κονγκό ή του Καμερούν, οι οποίοι πίστευαν ότι τα «διάτρητα σφαιρίδια» είχανε δύναμη μεταφυσική. Και ασφαλώς το γεγονός ότι, από παλιά, λαοί σαν τους Ίνκας του βόρειου Περού κεντούσαν με χάντρες διάφορα ρούχα ή έφτιαχναν μ’ αυτές κοσμήματα, όπως περιδέραια και βραχιόλια, δεν πρέπει να ερμηνευτεί απλά σαν μια συνήθεια διακοσμητική, αλλά σαν μια εσώτερη ανάγκη που υπαγορευόταν από δεισιδαιμονίες.
Φυλαχτό πρώτ’ απ’ όλα ή και στολίδι, η χάντρα απέδειξε σε διάφορες εποχές ότι μπορούσε να έχει και πρακτικές χρήσεις.
Πρώτοι οι αρχαίοι Κινέζοι, επινοώντας τον άβακα, της έδωσαν και αξία παιδευτική. Πολύ γνωστός και στην Ελλάδα από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αυτός ο «άβαξ» ήταν ένα ορθογώνιο πλαίσιο με τεντωμένες μεταλλικές χορδές, όπου γλιστρούσαν ξύλινα σφαιρίδια: Αντιπροσώπευαν τις μονάδες, τις δεκάδες και τις εκατοντάδες, και τα μετακινούσαν τα παιδάκια για να μαθαίνουν τις στοιχειώδεις έννοιες της Αριθμητικής.
Ο λαός μας, παραφθείροντας την αρχαία λέξη, ονόμαζε αυτό το πλαίσιο «άμπακο». Κι αν κάποιος ήτανε «γραμματιζούμενος», η χαρακτηριστική δημώδης έκφραση που καθρέφτιζε τις γνώσεις του ήταν «ξέρει τον άμπακο», δηλαδή «πάρα πολλά»,. Και κατ’ επέκταση, για τον καλοφαγά, έφτασε ως εμάς και το γνωστό μας «έφαγε τον άμπακο»!
... τραγουδούσε, παλιότερα, ο Σπύρος Ζαγοραίος. Σεβντάς λοιπόν και το μπεγλέρι, κι ας μην είναι πραγματικό κομπολόι. Δηλαδή γιρλάντα, κύκλος κλειστός. Στο μπεγλέρι, οι δυο άκρες του κορδονιού όπου είναι περασμένες οι χάντρες, δεν είναι ενωμένες. Το σχοινάκι του είναι μια απλή ευθεία.
Κι οι χάντρες του, όμως, λιγοστές. Συνήθως δεν ξεπερνούν τις έξι ή οκτώ. Και συνήθως σχηματίζουν συμμετρικά ζευγάρια, χωρίς να υπάρχει η μονή χάντρα που χαρακτηρίζει το κλασικό κομπολόι. Κατά κανόνα, οι δυο ελεύθερες άκρες στα μπεγλέρια κλείνουν με ένα «καπάκι» ή θυρεό, ως επί το πλείστον ασημένιο.
Η νεολαία, σήμερα, πολύ συχνά προτιμά το μπεγλέρι από το κομπολόι. Η απλή του γραμμή, το μήκος του και ο όγκος του που είναι μικρότερα, το κάνουν πιο εύχρηστο, πιο νεανικό. Και χωράει πολύ πιο εύκολα στις στενές τσέπες του μπλου τζιν ή στο τσεπάκι του καλοκαιρινού πουκάμισου. Είναι ένας εξίσου καλός, μικρός φίλος, με λιγότερες «απαιτήσεις»…
Σε μια στιγμή φόβου, άγχους, μοναξιάς, τίποτε δεν καταπραΰνει περισσότερο την ψυχή από ένα άγγιγμα – ένα χάδι, ένα σφίξιμο του χεριού, ένα αγκάλιασμα… Με την αίσθηση της αφής εισπράττουμε πιο άμεσα απ’ ό,τι με οτιδήποτε άλλο τη στοργή, τη συντροφιά, την παρηγοριά ή την προστασία που νιώθουμε πως μας λείπει.
Πηγη http://iscreta.gr
Συνεχιζεται........
Τελευταία επεξεργασία: