N
notakos600
Guest
Ανέπαφη έχεις ή την βάζεις κι εσύ;fghfghfghfghfghfghfgh
Ανέπαφη έχεις ή την βάζεις κι εσύ;fghfghfghfghfghfghfgh
Ένας τύπος πρέπει να κάνει μεταμόσχευση καρδιάς, οπότε του λέει ο γιατρός.
-Έχεις τρεις επιλογές για καρδιά.
Η πρώτη είναι ενός νεαρού που σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, η δεύτερη είναι ενός επιχειρηματία που πέθανε μέσα στο ιδιωτικό τζετ του και η τρίτη ενός δικηγόρου που πέθανε ύστερα από 30 χρόνια εργασίας.
-Θα πάρω την καρδιά του δικηγόρου.
Μετά από μία επιτυχή μεταμόσχευση, ο γιατρός πάει στον ασθενή και τον ρωτάει:
-Τελικά, για πες μου, γιατί διάλεξες την καρδιά του δικηγόρου.
-Είναι απλό, είπε ο ασθενής, ήθελα μια καρδιά που δεν είχε χρησιμοποιηθεί...
Αν σε είχαν πωλητή θα το είχαν κλείσει το μαγαζάκι Middle finger dancing bananaΜετά την ανάλυση για το BMW R1150GS ο Απόστολος(Drake Ramore) έκοψε φλέβες κι έβαλε λαγωνικά ανά την Ελλάδα να του βρούν ένα για αγορά...
Πωλητής έπρεπε να γίνω..
Ο Μπάμπης ο Τεντάς
Παίρνει τηλέφωνο τον Μπάμπη τον Τεντά. Έρχεται ο Μπάμπης ο Τεντάς και χτυπάει την πορτά.
– Ποιός είναι; ρωτά η γυναίκα.
– Ο Μπάμπης ο Τεντάς.
Ανοίγει η γυναίκα και λέει:
– Θα πιείτε κάτι;
– Όχι, αργότερα ίσως.
– Ωραία, περάστε στο μπαλκόνι.
Σε πέντε λεπτά ξαναχτυπάει το κουδούνι.
– Ποιός είναι; ρωτά η γυναίκα.
– Ο Μπάμπης ο Τεντάς.
– Μα εσείς δεν ήσασταν στο μπαλκόνι;
– Ναι, αλλά έπεσα!
Απάτσιιιιιιιιι.... Πες πέντε,φορές..Αφιερωμένο στον φίλο μου τον Apache με την λαίλαπα του.
Χαχα,μ'επνιξες όντως τελικά. Εφημερευω κιόλας, ατιμε!Είναι ένας τύπος που έχει μανία με τις μηχανές και θέλει ν' αγοράσει μια Harley Davidson. Ψάχνει σε όλα τα περιοδικά με μικρές αγγελίες, βάζει κι αυτός αγγελία και στο τέλος βρίσκει μία σε πολύ καλή τιμή. Πάει τη βλέπει, μιλάμε καλοδιατηρημένη, η μηχανή ούτε μια γρατζουνιά και το χρώμα της, σαν καινούριο.
- Θα σου πω ένα μυστικό, του λέει ο παλιός ιδιοκτήτης, όταν βρέχει να την αλείφεις με βαζελίνη και δεν θα ξεθωριάσει ποτέ το χρώμα.
Ο τύπος κατευχαριστημένος την αγοράζει, την καβαλάει κάνει τις βόλτες του κι επιστρέφει στο σπίτι.
Το ίδιο βράδυ, η κοπελιά του τον καλεί για πρώτη φορά σε δείπνο με τους δικούς της.
Παίρνει λοιπόν τη μηχανή και πάει σπίτι της.
Η κοπέλα με το που τον υποδέχεται του λέει:
- Αγάπη μου, μην ανησυχείς που δεν θα μιλάει κανένας. Εδώ στο σπίτι το έχουμε έθιμο όποιος μιλήσει πρώτος να πλένει τα πιάτα. Κάνε κι εσύ το ίδιο να μην τα πλύνεις εσύ.
Μπαίνει λοιπόν στο σπίτι και βλέπει παντού βρώμικα πιάτα.
Στην κουζίνα, στο διάδρομο, στο χωλ ακόμα και στα υπνοδωμάτια.
Στο σπίτι δε όλοι μα όλοι σιωπηλοί, άχνα δε βγάζανε.
Τρώνε σιωπηλοί το ορεκτικό, το κυρίως πιάτο, τη σαλάτα, τα μεζεδάκια, τρώνε το γλυκό τους, αλλά απόλυτη σιωπή.
Σκέφτεται ο νεαρός 'μα σοβαρά τώρα δεν πρόκειται να μιλήσει κανείς τους; Για να δούμε!'
Παίρνει την κοπέλα την καθίζει στον καναπέ και την περιποιείται καλά μπροστά στους δικούς της χωρίς αυτοί να πουν κουβέντα.
Βλέπει τότε και τη νεαρή θεία της κοπέλας, τη βάζει κι αυτή στον καναπέ και την περιποιείται μια χαρά.
Αχνα και πάλι.
Βλέπει τότε την ώριμη αλλά καλοδιατηρημένη μαμά της κοπέλας, την βάνει κι αυτή κάτω και της πετάει τα μάτια όξω.
Κι ενώ σερβίρεται ο καφές, πάντα εν μέσω απόλυτης σιωπής αλλά και έκδηλης αμηχανίας λόγω της τροπής που πήραν τα πράγματα, ακούγεται μια δυνατή βροντή.
Κοιτάει ο φίλος μας από το παράθυρο, βλέπει πως ο καιρός είναι έτοιμος για βροχή οπότε βγάζει απ' τη τσέπη του τη βαζελίνη κι ετοιμάζεται να βγει να αλείψει τη μηχανή.
Σηκώνεται τότε ο πατέρας και λέει:
- Ε, όχι φτάνει, θα τα πλύνω εγώ τα γ*******μένα πιάτα σήμερα!!!!
Ήταν τρεις αδερφές. Η Σούλα, η Κούλα και η Τούλα και συζητούσαν για το τι νυφικό θα βάλουνε στο γάμο τους.
Μαζί τους όμως ήταν και η κουφή γιαγιά τους.
Λέει η Σούλα:
– Εγώ στο γάμο μου θα βάλω ένα λευκό νυφικό στράπλες και λευκά γάντια μέχρι τον καρπό (δείχνοντας με
το χέρι της τον καρπό της).
Λέει η Κούλα:
– Συμφωνώ, αλλά εγώ πιστεύω ότι το φόρεμα θα έδειχνε καλύτερα αν τα γάντια ήταν μέχρι τον αγκώνα
(δείχνοντας με το χέρι της τον αγκώνα της).
Λέει και η Τούλα:
– Κι εγώ συμφωνώ, αλλά πιστεύω ότι θα ήταν πολύ καλύτερα, αν τα γάντια έφταναν πάνω από τον αγκώνα
(δείχνοντας με το χέρι της πάνω από τον αγκώνα της).
Τότε η Σούλα λέει στην κουφή γιαγιά της:
– Τί λες κι εσύ, γιαγιά?
– Δε βαριέσαι κορίτσι μου, καλό παιδί να ναι κι όσο την έχει