(εκεί που ο μύθος μπλέκει με την αλήθεια μια ιστορία είναι που κρύβονται οι ομορφιές στις λεπτομέρειες)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΠΤΑ
Είχε περάσει μια ολόκληρη εβδομάδα και ο Στέφανος δεν είχε καταφέρει να το πει στην Ρούλα. Οχι ότι προσπάθησε δηλαδή, γιατί είχε μπλεχτεί με την δουλειά. Στην πραγματικότητα είχε ξεχαστεί εντελώς ανάμεσα σε σχέδια γηπέδων, προσφορές και μελέτες δημοσίου. Παρ' όλο που ήταν ένα καλοκαίρι γεμάτο βόλτες, όπως παλιά, αν δεν είχε γυρίσει από τις διακοπές με πρόβλημα στο αυτοκίνητο την μοτοσυκλέτα δεν θα την είχε μετακινήσει καθόλου. Το ότι το αυτοκίνητο ήταν ακινητοποιημένο, επειδή το συνεργείο ήταν ακόμη κλειστό τον έκανε να καβαλάει κάθε μέρα την μοτοσυκλέτα μηχανικά, σπίτι-δουλειά σπίτι. Η καλοκαιρινή ζέστη τον τρέλαινε πραγματικά και όπως έλεγε αστειευόμενος χρόνια "Εχω χαλασμένο θερμοστάτη και σηκώνω υψηλές θερμοκρασίες". Τελικά και το αυτοκίνητό του από τα ίδια έμεινε.
Πάρκαρε την μηχανή στο γκαράζ και ανέβηκε στο σπίτι. Η Ρούλα σιδέρωνε και αυτός πέρασε πίσω της αμίλητος προς την κουζίνα. Αφησε τα πράγματα στον πάγκο και γύρισε να βγάλει μπουφάν, κράνος. Πήγε στο γραφείο του, και άνοιξε το computer (η δουλειά δεν τελειώνει ποτέ), και έριξε μια ματιά στα μυνήματα. Τίποτα το ενδιαφέρον. Είχε κάποια deadlines που έπρεπε να παραδώσει μέχρι το τέλος της εβδομάδας. "Ρε συ Ρούλα, ψήνεσαι να φύγουμε ένα τριήμερο. Το επόμενο ΠαρασκευοΣαββατοκύριακο.", της είπε. "Πως σου ήρθε τώρα αυτό;" τον ρώτησε παραξενεμένη. "Εχω ένα ραντεβού στην Πάτρα την Παρασκευή το πρωί, και ένα ραντεβού στην Ναύπακτο την Δευτέρα. Φεύγουμε Παρασκευή πρωι, πάμε Πάτρα κάνω το ραντεβού μου στα γρήγορα, ανηφορίζουμε και βρίσκουμε τα παιδιά στο Αγρίνιο, περνάμε μια Λευκάδα για μπάνιο. Κυριακή πάμε στις πηγές του Αχέρωντα και το απόγευμα κατεβαίνουμε στην Ναυπακτο. Δευτέρα πρωί κάνω το ραντέβου μου όσο εσύ πίνεις καφέ και επιστρέφουμε Αθήνα". Από όποια μεριά και να το δεις ήταν μια δελεαστική πρόταση. "Θα είναι το αυτοκίνητο έτοιμο;", τον ρώτησε. "Ποιο αυτοκίνητο; Θα πάμε με την μηχανή όπως παλιά". Η Ρούλα τον κοίταξε από την πόρτα και κατάλαβε τι ήταν αυτό που ήθελε να της ξεφουρνίσει και το πήγαινε γύρω γύρω. Από την μια φοβόταν και δεν το ήθελε, από την άλλη είχε ζηλέψει τις καλοκαιρινές βόλτες του με την κόρη τους. Ηθελε να πάει, αλλά την κράταγε κάτι. Βέβαια μέσα στην χρονιά είχε ανέβει τελικά αρκετές φορές στην μοτοσυκλέτα που το είχε κόψει τελείως. Κοντινές διαδρομές μέσα στην πόλη, καμιά βραδυνή για ποτάκι με φίλους, αλλά το ταξίδι την τρόμαζε. Είχε 13 χρόνια να καβαλήσει σε ταξίδι και παρόλο που ήξερε πως ο Στέφανος σεβόταν τους φόβους της και θα πήγαινε όπως αυτή ήθελε, δεν ήθελε να του χαλάσει και την βόλτα με άγχος και γκρίνιες. "Είσαι σίγουρος ότι θα αντέξεις μαζί μου;" τον ρώτησε κοιτώντας από την πόρτα του γραφείου. Της χαμογέλασε χωρίς να απαντήσει. "Οκ, ετοιμάσου και θα πάμε", του είπε.
Ο Στέφανος ήταν σε τέτοια κέφια όλη την εβδομάδα που τελείωσε όλες τις υποχρεώσεις του μέχρι την Τετάρτη. Έκλεισε υποθέσεις που ανοίχτηκαν κατακαλόκαιρο, ρύθμισε τα ραντεβού όλα μέχρι και 2 εβδομάδες μετά. Πέμπτη πρωί στο γραφείο χαλαρός την ώρα του πρωινού καφέ στέλνει μύνημα στον Τάσο. "Αύριο το πρωί, φεύγω για Αμφιλοχία και πέριξ με την Ρούλα και την μηχανή. Αν σε παίρνει ελάτε και θα σε κανονίσω". Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα εμφανίζεται η απάντηση του Τάσου στην οθόνη "ΠΑΛΙ ΡΕ *****Α; ΖΗΛΕΥΩ. Δεν με παίρνει αλλά η Κλαίρη ήδη καβάλησε. Ετοιμάσου και σύντομα όλοι μαζί". Χαμογέλασε και έκλεισε την εφαρμογή για τα μυνήματα. Δούλεψε χωρίς διακοπή μέχρι το μεσημέρι και έφυγε για το σπίτι. Ανέβασε τις πλαϊνές βαλίτσες στο σπίτι για φόρτωμα, και ξανακατέβηκε στο υπόγειο. Πριν από κάθε βόλτα είχε μια ιεροτελεστία. Απλωνε στο πάτωμα του γκαράζ ένα μεγάλο σεντόνι και έβαζε πάνω όλα τα πράγματα που θα ήθελε να κουβαλήσει. Έπειτα άρχιζε να αφαιρεί από την λίστα τα πιο περιττά και τακτοποιούσε τα πάντα όπως θα τον βόλευαν. Στο κάτω μέρος της πλαϊνης βαλίτσας έβαλε τα τρία τσαντάκια με τα εργαλεία του. Ένα τσαντάκι με καστάνιες, καρυδακιά, torx προεκτάσεις, κατσαβίδια, βίδες με τα παξιμάδια τους, σετ επισκευής ελαστικών, και μερικά ειδικά εργαλεία για την μηχανή του που δεν ήταν σίγουρος πως τα είχαν όλα τα συνεργεία. Ενα τσαντάκι με ένα πλήρες σετ γερμανοπολύγωνων, και τρεις λεβιέδες για εξαγωγή ελαστικού. Τέλος ένα τσαντάκι που περιείχε ένα σετ καρυδάκια και μύτες για μια μικρή καστάνια και ένα σετ allen, μαζί με αρκετά tie wrap σε διάφορα μεγέθη. Από πάνω τους έβαλε τα ηλεκτρικά βοηθήματα, ένα booster, και μια ηλεκτρική τρόμπα. Στα κένα βόλεψε μια ταινία Duct tape, μια ταινία Gaffer tape, ένα μικρό WD40, ένα αδιάβροχο ζευγάρι γάντια. Από πάνω έβαλε τα δυο σετ αδιάβροχα, δυο σετ αδιάβροχες γκέτες και το top case ήταν έτοιμο (και άδειο ακόμη).
Επιασε το μικρό tankbag από την ακρή και έβαλε μέσα, ένα δεύτερο σετ γάντια, το φαρμακείο του, δυο φωσφοριζέ γιλέκα, δυο balaclava και το έκλεισε. Κοίταξε τριγύρω του και ήταν ευχαριστημένος. Δεν είχε πάρει ούτε τα μισά από όσα είχε βγάλει, τα πράγματα ήταν τακτοποιημένα και οι βαλίτσες ήταν άδειες. Πήρε το tank bag στα χέρια και ανέβηκε σπίτι. Η Ρούλα είχε ετοιμάσει ήδη τις βαλίτσες και φρόντισε και αυτή να τις έχεις μισοάδειες. Πλέον ήταν έτοιμοι για να φύγουν. Κοιτάχτηκαν με μια έκφραση ικανοποιήσης. Οσο και να φοβόταν και να γκρίνιαζε γούσταρε και αυτή όλες αυτές τις ετοιμασίες. Της ήρθαν αναμνήσεις από ταξίδια παλιά σε Τουρκία και σε Ιταλία. Θυμήθηκε τα τριήμερα σε Ζαγοροχώρια, στην Πελοπόνησο. Είχαν ταξιδέψει μαζί σε όλη την Ελλάδα. Πριν γεννηθεί η κόρη τους πήγαιναν πάντα μαζί σε όλα τα επαγγελματικά του ταξίδια ακόμη και μεσοβδόμαδα. Μετά περιορίστηκαν στα Σαββατοκύριακα και μετά αυτή έκοψε. Τώρα όμως ετοιμαζόταν πάλι να φύγει. Ο Στέφανος από την άλλη ήταν μέσα στην τρελή χαρά που θα την είχε πάλι μαζί του. Ηξερε πως δεν θα έστριβε όπως μόνος του, δεν θα έτρεχε στον δρόμο για να την έχει ήρεμη και να μην φοβάται αλλά θα την είχε μαζί του. Εφτιαξε μια λίστα με τα πράγματα που έπρεπε να κάνει το πρωί και έπεσαν νωρίς για ύπνο.
(Συνεχίζεται)