ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Οι ρόδες του TDM κύλησαν στον δρόμο και ο Τάσος χαμογέλουσε μέσα από το κράνος του. Κρυφά όμως χαμογελούσε και η Κλαίρη. Θυμήθηκε πως γνωρίστηκαν και πως ήταν τότε χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς παιδιά. Ακόμη και που ήταν μακρυά από την Θεσσαλονική χωρίς πρέπει και "τι θα πει ο κόσμος". Πήραν την παραλιακή και πέρασαν μπροστά από τις καφετέριες με όλο τον χαμό. Τις αγνόησαν για πρώτη φορά μετά από καιρό. Πέρασαν μπροστά από την ΧΑΝΘ και συνέχισαν τον δρόμο μετά την ΔΕΘ. Το δροσερό αεράκι του απογεύματος όπως ερχόταν από την θάλασσα τους χτυπούσε στο πρόσωπο από τις ανοιχτές ζελατίνες. Η Κλαίρη έκλεινε τα μάτια και μετά από καιρό απολάμβανε και αναρωτιόταν γιατί δεν το έκαναν πιο συχνά. Συνέχισαν προς Καλαμαριά και δεν σταμάτησαν ούτε εκεί. Δεν μιλούσαν μόνο απολάμβαναν την χαλαρή διαδρομή τους. Περαία, Επανωμή και από εκεί μετά την Νέα Καλλικράτεια βρέθηκαν στα Μουδανιά.
Ο Τάσος σταμάτησε στην άκρη του δρόμου. "Τι πάθαμε;" τον ρώτησε η Κλαίρη. "Θυμάσαι;" την ρώτησε. Κοίταξε τριγύρω της. Είχαν περάσει χιλιάδες φορές από αυτό το σημείο, τι έπρεπε να θυμηθεί, και τότε της ήρθε η επιφοίτηση. "Πάμε" του είπε! Εβαλε πρώτη στην μηχανή και πήραν τον δρόμο προς Κασσάνδρα. Αρκετή ώρα μετά σταμάτησαν στο μικρό κολπάκι στο Νότιο μέρος του ποδιού. Ηταν ένας μικρός κόλπος που κατέβαινε από ένα μονοπάτι. Κρυμμένος πίσω από μια συστάδα δέντρων. ενώ δίπλα ακριβώς ήταν μια παραλία με ξαπλώστρες. Πόσες φορές δεν είχαν έρθει σε αυτή την παραλία αλλά στο κολπάκι αυτό όχι. Είχαν να έρθουν εδώ από τότε που ο Τάσος έμενε ακόμη Αθήνα. Ηταν συμφοιτητές στο Πανεπιστήμιο Πειραία, και είχαν έρθει καλοκαιρινές διακοπες στην Χαλκιδική με την μηχανή. Σε αυτό τον μικρο κρυμμένο κόλπο είχαν στήσει την σκηνή τους. Εδώ πέρασαν μια εβδομάδα με καρπούζι που το έβαζαν στο νερό για να είναι δροσερό, μουσικές από το μικρό ηχείο του Τάσου, μπάνιο όλη την μέρα και παιχνίδια. Μια εβδομάδα απομονωμένοι εκτός από εκείνη την μέρα που είχε σκάσει ένας ψαράς και έστησε τα καλάμια 10 μέτρα μακρυά του. Πόσο είχαν χαλαστεί που κάποιος είχε εισβάλλει στην απομόνωση τους, αλλά δεν πτοήθηκαν. Αλλωστε δεν τους ένοιαζε που τους έβλεπε ένας άγνωστος. Αυτή η εβδομάδα ήταν η καλύτερη τους εβδομάδα μέχρι σήμερα.
Είχε ακόμη φως της μέρας και έτσι κατηφορίσαν στην αμμουδιά. Ο Τάσος έβγαλε ένα σακίδιο από την βαλίτσα και άραξαν στην άμμο βγάζοντας τα παπουτσιά τους. Κάθισαν στην άμμο κοιτώντας την θάλλασα μπροστά τους να ρυτιδιάζει από το απαλό αεράκι. Τον κοίταξε όπως καθόταν στο πλαι της να κοιτάζει την θάλασσα χωρίς να μιλάει και κατάλαβε πολλά. Κατάλαβε πως Τάσος πιεζόταν. Από την δουλειά, από την αλλαγή περιβάλλοντος, από τις υποχρεώσεις, από την έλλειψη δικών του φίλων. Κατάλαβε πόσο της είχε λείψει αυτό να είναι απλά μαζί του χωρίς να τους νοιάζει ποιοι θα είναι μαζί, που θα κάτσουν ή πόσο ακριβό είναι το εστιατόριο. Κατάλαβε αυτό που τους έλεγε ο καθηγητής στο πανεπιστήμειο "τα όμορφα πράγματα δεν είναι πράγματα είναι στιγμές". Σαν να διάβασε τις σκέψεις της γύρισε και την κοίταξε και της χαμογελάσε. Έβγαλε δυο μπύρες από το σακίδιο και της έδωσε την μια ανοιγόντας την. "Ρε Τάσο νιώθω 20 χρόνων ξανά με την μπύρα στο χέρι στην αμμουδιά" του είπε γελώντας. "Και δεν είναι υπέροχο αυτό;" της απάντησε. Εμειναν εκεί μέχρι που σκοτείνιασε γελώντας και μιλώντας, θυμήθηκαν γνωστούς από το πανεπιστήμειο, φάσεις που είχαν ξεχάσει. Μίλησαν για εκείνη την εβδομάδα που πέρασαν σε αυτή την παραλία. Η Κλαίρη σηκώθηκε, έβγαλε τα ρούχα της και βούτηξε στο νέρο. "Θα έρθεις ή είσαι πολύ κρυουλιάρης και χέστης για να βουτήξεις", του είπε μέσα από την θάλασσα. Τινάχτηκε πάνω σαν ελατηρίο και δευτερόλεπτα αργότερα βουτούσε δίπλα της. Επαιζα σαν μικρά παιδιά όταν άκουσαν να χτυπάει απ'έξω το κίνητό της Κλαίρης. "Μήπως έπαθε κάτι το παιδί" είπε αγχωμένη και έτρεξε να προλάβει το τηλεφώνημα. Κοίταξε την οθόνη και είδε πως ήταν από το σπίτι. Μόλις απάντησε ένας ορμητικός χείμαρρος από την φωνή της μάνας της. "Ερχόμαστε μαμά" απάντησε και έκλεισε το κινητό. "Πάμε;" τον ρώτησε...Ντύθηκαν, εμφανώς ξενερωμένοι και την βοήθησε να σηκωθεί και προχώρησαν στο μονοπάτι προς την μοτοσυκλέτα.
Φτάνοντας δίπλα της είδαν το πίσω λάστιχο ξεφούσκωτο. "Οχι ρε γαμώτο" φώναξε ο Τάσος. "Δεν έχεις οδική;" του λέει η Κλαίρη, "έχω αλλά θα κάνει πόση ώρα να έρθει" απάντησε αυτός. "Ωραία, πάρε τηλέφωνο και θα περιμένουμε πίνοντας τις δυο τελευταίες μπύρες που έχεις κρυμμένες αλλά τις είδα" του απάντησε αυτή γελώντας, "εκτός και αν βιάζεσαι να με πας σπίτι να με αφήσεις", συμπλήρωσε. Γέλασαν και οι δυο και ο Τάσος πήρε την Οδική Βοήθεια. Εκατσαν στο βραχάκι δίπλα και συνέχισαν να γελούν. Είχαν ξεχάσει και το τηλεφώνημα της μάνας της και όλα. Τελικά δεν θέλει πολλά ο άνθρωπος για να περάσει καλά, αρκεί να είναι με τον άνθρωπο που αγαπάει. Ο Τάσος έβγαλε το κινήτο και τράβηξε μια selfie τους δυο του να γελούν με την μοτοσυκλέτα πίσω με ξεφούσκωτο το πίσω λάστιχο. Την έστειλε στον φίλο του στην Αθήνα γράφοντας "Shit Happens..." για να πάρει άμεσα απάντηση "...but Life goes on" μαζί με φωτογραφία του φίλου που γελούσε. "Δώσε φιλιά στην Κλαίρη" του έγραψε από κάτω.
(Συνεχίζεται)