- Δημοσιεύσεις
- 29.660
- Ηλικία
- 63
- Περιοχή
- Αγρινιο
- Μοτοσυκλέτα
-
KAWASAKI ΖΧR 900 1999
Varadero 1000 MK1
MODENAS X CITE 135 2009
- Όνομα
- ΜΙΧΑΛΗΣ
- Περιοχή
- ΑΓΡΙΝΙΟ
Gran Canary: Τροπικές βόλτες με Ducati
Έχοντας βρεθεί στο Γκραν Κανάρι αρχές Φεβρουαρίου, συνειδητοποίησα ότι ήταν η πρώτη μου φορά που βρισκόμουν και οδηγούσα σε περιοχή του χάρτη με τροπικό κλίμα
Κείμενο - Φωτογραφίες: Ελένη Δανάη Μαυράκη - Κώστας Κομνηνός
Δεν ήξερα τι ακριβώς να περιμένω από καιρικές συνθήκες και όσο μάζευα αμήχανα τα ρούχα μου σε μια μικρή τσάντα πλάτης, ήλπιζα απλά να μην βρέξει. Τουλάχιστον, όχι πολύ.Με μόλις μιάμισι μέρα για να εξερευνήσουμε το νησί με τον Κώστα, η σκέψη μας ήταν να κινηθούμε από το Las Palmas προς τα κοντινά ορεινά την πρώτη (μισή) ημέρα, αποφεύγοντας αυτοκινητόδρομους και δοκιμάζοντας την τύχη μας μέσα από τις λιγότερο τουριστικές περιοχές. Η επιλογή να το κάνουμε αυτό με μοτοσυκλέτες ήταν μονόδρομος – άλλωστε, γιατί να μπεις σε αυτοκίνητο, όταν μπορείς να έχεις την αμεσότητα με το κλίμα, τις μυρωδιές και την χαρά της ασφάλτου; Ναι, στο Γκραν Κανάρι θα χαρεί την οδήγηση ο κάθε μηχανόβιος.
Las Palmas – Pico de las Nieves με Ducati Scrambler Icon Dark
Ξεκινήσαμε την βόλτα μας, έχοντας προμηθευτεί μια Ducati Scramber Desert Sled ο Κώστας και μια Ducati Scrambler Icon Dark εγώ, από το Canary Ride, μια επιχείρηση με τους πιο ενθουσιώδεις, σωστούς, λάτρεις της μοτοσυκλέτας ανθρώπους. Οι μοτοσυκλέτες μας, εκτός από καινούργια μοντέλα, ήταν σε άριστη κατάσταση και συντήρηση, και είχαμε την δυνατότητα να νοικιάσουμε κράνη, μπουφάν, γάντια, ρούχα ή μπότες αν χρειαζόμασταν. Είχαμε πάει ήδη εξοπλισμένοι, αλλά σίγουρα ήταν ευχάριστο να ξέρουμε ότι αν χρειαζόμασταν κάτι επιπλέον, ήταν διαθέσιμο.
Φεύγοντας από το Las Palmas, στόχος μας ήταν να κινηθούμε νότια, φτάνοντας στην κορυφή του Pico de las Nieves, το ψηλότερο σημείο του νησιού, μέσα από δασική ορεινή διαδρομή. Ξεκινώντας από την παραθαλάσσια περιοχή, με 22oC ανεβαίναμε παρατηρώντας τις αλλαγές στα δέντρα και τα φυτά, συνειδητοποιώντας τις διαφορές με τα δικά μας αντίστοιχα ανεβάσματα και τι σημαίνει να βρίσκεσαι σε ένα νησί στον Ατλαντικό, στο ύψος της Δυτικής Σαχάρα.
Φοίνικες και φραγκοσυκιές ήταν το αντίστοιχο του ελληνικού πεύκου και πικροδάφνης, ενώ ανεβαίνοντας, εκεί που στην Ελλάδα συναντά κανείς τα πρώτα έλατα, αρχίσαμε να βλέπουμε κάποια… πεύκα.

Μετά από κάποιες ώρες ευχάριστης περιήγησης, φτάσαμε όντως στον προορισμό μας, με δύο διαπιστώσεις. Πρώτον, η θερμοκρασία είχε πέσει κατακόρυφα, παρά τον ήλιο. Ήμασταν πλέον στα 1.949 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, στους 4 oC και προσωπικά, ευχαρίστησα την προνοητικότητά μου να φορέσω κάτω από το καλοκαιρινό μου Dainese μπουφάν, διάφορες στρώσεις ορειβατικών ρούχων. Ο Κώστας δυστυχώς, έκανε την δεύτερη διαπίστωση. Είχε ξεχάσει τα γάντια του, και είχε βρεθεί να οδηγεί με γυμνά χέρια – τα οποία όσο ανεβαίναμε, πάγωναν.

Το ψηλότερο σημείο του νησιού
Κάτσαμε λίγο στην κορυφή του βράχου για να απολαύσουμε την πανοραμική θέα που έφτανε μέχρι τον ωκεανό από την μια πλευρά, και τα «κύματα» των κορυφογραμμών του νησιού από την άλλη και κυρίως, για να ζεσταθούμε από τον ήλιο. Αυτή η απότομη αλλαγή θερμοκρασίας ήταν κάτι που δεν το είχαμε εκτιμήσει σωστά, και είχα βρεθεί να τρέμω, αν και ήμουν σε καλύτερη θέση από τον Κώστα, μιας και είχα γάντια.Στην επιστροφή, ο Κώστας εκμεταλλευόταν τις κατηφόρες για να αφήνει το χέρι του από το γκάζι και να το πηγαίνει κοντά στον κινητήρα, ή όπου μπορούσε να κλέψει λίγη ζέστη, ενώ εγώ εκμεταλλευόμουν την ενδοεπικοινωνία για να τον πειράζω.

Κάποια στιγμή, λίγο πριν πέσει εντελώς ο ήλιος, συμφωνήσαμε πως θα ήταν από χρήσιμο μέχρι απαραίτητο να κάνουμε μια στάση για φαγητό, για να ζεσταθεί λίγο το μέσα μας και κάπως έτσι, σταματήσαμε στο χωριό Lanzarote (συνωνυμία με το νησί Lanzarote, όπως έχουμε εμείς Νάουσα και Νάουσα) με την αγωνιώδη σκέψη «τι ώρα τρώνε εδώ;» μιας και είναι λίγο ρίσκο η αναζήτηση τροφής με τα ελληνικά δεδομένα στο εξωτερικό, σε μη τουριστική περιοχή.
Ήμασταν σχετικά τυχεροί και βρήκαμε ανοιχτό το Hermanos Santana, όπου η μαγείρισσα και μάλλον ιδιοκτήτρια, κρίνοντας από το πόσο παγωμένοι φαινόμασταν, μας ρώτησε μέχρι να έρθει το φαγητό, τι θα θέλαμε να πιούμε. Ομολογώ ότι για πρώτη φορά στη ζωή μου, ήπια δυο κούπες καυτό τσάι πριν το φαγητό, και μόνο κόκκινο κρασί με το φαγητό – το νερό δεν το σκέφτηκα ούτε στιγμή.
Και κάπως έτσι, με ένα μπουκάλι κόκκινη Rioja και δυο ζεστά μαγειρευτά (λάτρεψα το Garbanzada, μια ρεβυθάδα με τσορίθο και κομμάτια από πικάντικο λουκάνικο ) συνήλθαμε κάπως, επανήλθε η θερμοκρασία σώματος στα φυσιολογικά επίπεδα, ανέβηκε κάπως και το ηθικό μας, και ξεκινήσαμε για τον υπόλοιπο δρόμο επιστροφής στο Las Palmas.
Και εδώ, θα βάλω το «πολίτικαλι ινκορρέκτ» αλλά απολύτως ειλικρινές μου σχόλιο για την μοτοσυκλέτα που είχα. Το Ducati Scrambler Icon Dark. Ήταν σκέτη απόλαυση. Ξέρω ότι δεν είναι σωστό, αλλά θα το πω. Ήταν σαν να είχα το καλύτερο εκλαίρ, από το πιο διάσημο και ακριβό ζαχαροπλαστείο. Ούτε πολύ ψηλό ή μεγάλο σε όγκο, είχε την πιο απολαυστική και μαλακή σέλα που έχω κάτσει, εύκολη διαχείριση και οδήγηση, υπέροχη, γραμμική επιτάχυνση κάθε φορά που χρειάστηκε να προσπεράσω νταλίκες και λοιπά οχήματα, ήταν πανέμορφο στις γραμμές και τα σχέδια και ήταν μαύρο. Σαν ένα εκλαίρ μαύρης σοκολάτας, όχι πολύ γλυκό να σε λιγώνει, λίγο bad ass πικρό στο τελείωμα και τόσο όσο σε ποσότητα, για να θες κι άλλο…
