Πρωτοχρονιάτικη απόδραση στην Αλβανία με Aprilia Tuareg 660

maik900

Administrator
Motoparea team
Δημοσιεύσεις
29.230
Ηλικία
63
Περιοχή
Αγρινιο
Μοτοσυκλέτα
KAWASAKI ΖΧR 900 1999
Varadero 1000 MK1
MODENAS X CITE 135 2009
Όνομα
ΜΙΧΑΛΗΣ
Περιοχή
ΑΓΡΙΝΙΟ

Ταξιδιωτικό - Πρωτοχρονιάτικη απόδραση στην Αλβανία με Aprilia Tuareg 660 - μέρος 1ο​









Το να ταξιδεύω την Πρωτοχρονιά είναι μια παράδοση που ξεκίνησε πριν πολλά πολλά χρόνια και φέτος μετά από πάρα πολλά χρόνια είπα να την αναβιώσω.

Κείμενο- φωτογραφίες: Βασίλης Κωστάκος

Προφανώς όταν ήμουν νεαρός επειδή βαριόμουν αφάνταστα τις γιορτινές μέρες και τη μάζωξη για πιοτό/φαγητό/χαρτιά πάντα έβρισκα την αφορμή να την κοπανάω για μια βόλτα με το που έφτιαχνε ο καιρός. Παραδοσιακά τα Χριστούγεννα είχαμε κακοκαιρία ενώ την Πρωτοχρονιά ο χειμωνιάτικος ήλιος έκανε την παρουσία του, έστω και με δόντια. Όχι ότι αυτό είχε σημασία καθώς το μόνο που μπορούσε να με σταματήσει ήταν το χιόνι και ο πάγος και όχι οι χαμηλές κοντά στο μηδέν θερμοκρασίες. Τα χρόνια πέρασαν και αυτή η παράδοση σταμάτησε (όπως και το να ταξιδεύω τον Αύγουστο στο εξωτερικό) με το που έκανα οικογένεια και παιδιά καθώς όπως ήταν φυσικό τα αγόρια μου έγιναν η πρώτη προτεραιότητα στη ζωή μου. Πλέον μεγάλωσαν αρκετά ώστε να μπορούν να οδηγούν και αυτά μοτοσυκλέτα, οπότε φέτος βρήκα και εγώ την ευκαιρία να τιμήσω μια παράδοση ετών.

Έτσι, παραμονή Πρωτοχρονιάς βρέθηκε να οδηγώ στη σέλα ενός Aprilia Tuareg 660, προς βορά, χωρίς χάρτη και ακολουθώντας όσο το δυνατόν μικρούς επαρχιακούς δρόμους. Το ταξίδι στον αυτοκινητόδρομο σίγουρα προσφέρει ταχύτητα και ασφάλεια, αλλά η όλη ομορφιά αλλά και η ιστορία αυτού του τόπου την ανακαλύπτεις πηγαίνοντας από μικρούς δρόμους. Έτσι, ενώ έχω περάσει εκατοντάδες φορές από το Κάστρο, μόλις φέτος ανακάλυψα τη μυκηναϊκή ακρόπολη εκεί κοντά, από όπου βγήκε και η πιο σύγχρονη ονομασία του χωριού. Οι πρώτες φωτογραφίες του ταξιδιού, μια γρήγορη περιήγηση στο λόφο που περιτριγυρίζεται από τα υπολείμματα ενός μεγάλου τείχους και συνεχίζω το δρόμο μου για τη Λαμία.

Αντί του κλασικού δρόμου μέσου Δομοκού για το θεσσαλικό κάμπο θα ακολουθήσω μια εναλλακτική διαδρομή που σχεδόν είναι παράλληλη με την πιο πάνω. Μια διαδρομή που μόνο οι ντόπιοι την χρησιμοποιούν, και που ξεκινά από το Καστρί, λίγο έξω από τη Λαμία προς Μακρακώμη, και καταλήγει στους Σοφάδες. Ο τελικός μου προορισμός είναι το Γριζάνο, εκεί που τελειώνει ο θεσσαλικός κάμπος αλλά θα κάνω μια στάση στον Παλαμά, το χωριό της μητέρας μου όπου πέρασα πολλά καλοκαίρια, όχι για να δω τους συγγενείς που καλοπροαίρετα θα προσπαθήσουν να με μεταπείσουν για την «πρωτοχρονιάτικη τρελά» μου αλλά για μια ζεστή σοκολάτα στην καντίνα της DeTox. Είναι σχεδόν εννιά το βράδυ με τη θερμοκρασία κοντά στους 6 βαθμούς, και η κίνηση λιγοστή καθώς όλοι ετοιμάζονται για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι. Θα αποχαιρετίσω το νεαρό του café αναλογιζόμενος ότι ήμουν ο τελευταίος του πελάτης για το 2024, όπως τελευταία για αυτή τη χρονιά είναι και η φωτογραφία, από τις χιλιάδες που τράβηξα φέτος, του Aprilia εμπρός από τη καντίνα.

Θα φτάσω στο Γριζάνο γύρω στις 9 το βράδυ και θα βρω ένα απόμερο μέρος για να στήσω τη σκηνή (σε αυτό το σημείο μπορείτε να σχολιάσετε ελεύθερα) όπου θα περάσω το τελευταίο βράδυ του ’24. Κατά τις 10 λοιπόν χωμένος μέσα στα δύο sleeping bag – που σίγουρα θα με κρατήσουν ζεστά μέσα στην παγωνιά της χειμωνιάτικης νύχτας- θα με πάρει ο ύπνος, για να ακούσω κοιμισμένος κάποια στιγμή τα πυροτεχνήματα και τους πυροβολισμούς σημάδι ότι άλλαξε η χρονιά. Το επόμενο πρωινό που ξυπνώ τα πάντα είναι ήσυχα και καλυμμένα από την πρωινή πάχνη με το θερμόμετρο του Aprilia να δείχνει μηδέν βαθμούς Κελσίου. Το πρώτο πρωινό του 2025 είναι μια βασιλόπιτα που τρώω σε μικρά κομμάτια μήπως κατά λάθος δαγκώσω το φλουρί -τελικά μου έπεσε στο μεσημεριανό κομμάτι. Μάζεμα της σκηνής, πακετάρισμα στους αδιάβροχους σάκους της Kappa, φόρτωμα στο Tuareg και λίγο μετά βρίσκομαι σε ένα από τα πιο αγαπημένα μου μέρη στην Ελλάδα.

Στα χαμηλά βουνά, ακριβώς πάνω από το Γριζάνο, κάποτε ήταν τα σύνορα της ελεύθερης Ελλάδας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, και από εκείνη της εποχή έχουν απομείνει τα τελωνεία και κάποια άλλα κτίσματα. Δεν ξέρω εάν είναι οι πέτρινοι τοίχοι που έχουν πολλές ιστορίες να διηγηθούν καθώς στο σοβά τους καθώς πολλοί χάραξαν τα αρχικά ή τα ονόματά τους, αλλά και μια ημερομηνία, ή είναι το θέα των υψωμάτων με τα ερειπωμένα κτήρια. Ίσως είναι και οι παιδικές αναμνήσεις καθώς γι΄ αυτό το μέρος μου μιλούσε και μου το πρώτο έδειξε ο παππούς μου. Το σίγουρο είναι ότι καθισμένος στο παλιό ελληνικό τελωνείο νιώθω πάντα μια απίστευτη ηρεμία και μια πρωτόγνωρη ελευθερία.

Η παγωνιά του πρωινού έχει πλέον διαλυθεί και εγώ συνεχίζω πάντα χωρίς χάρτη, απλά προς το βορρά, για να καταλήξω το μεσημέρι στην Ελασσόνα, και καθώς λόγω της ημέρας είναι όλα τα φαγάδικα κλειστά για μεσημεριανό καταβροχθίζω της υπόλοιπη βασιλόπιτα, για να πετύχω το φλουρί σχεδόν στην τελευταία μπουκιά. Συνεχίζω πάντα από μικρούς επαρχιακούς δρόμους σε μια περιοχή που δεν είναι τόσο γνωστή τουριστικά αλλά έχει πάρα πολλά όμορφα σημεία. Μια τελευταία στάση στο Βενέτικο ποταμό λίγο πριν φτάσω στα Γρεβενά όπου και θα πάρω για λίγο την Εγνατία Οδό έως το Μέτσοβο για να προλάβω τον ήλιο που πηγαίνει προς τη δύση του. Σε αυτή τη γνωστή ορεινή κωμόπολη της Ηπείρου η προσέλευση του κόσμου είναι τόσο μεγάλη που η αστυνομία έχει κλείσει τις εισόδους και μόνο με τα πόδια μπορείς να προσεγγίσεις το κέντρο.

Εγώ περιπλανιέμαι λίγο στα χιονισμένα τοπία κοντά στο αυχένα της Κατάρας πριν ξεκινήσω για τα Ιωάννινα. Το καλό με τους αυτοκινητόδρομους είναι ότι αφαιρούν την κίνηση από τούς παράπλευρους επαρχιακούς δρόμους και έτσι μπορούμε να οδηγούμε χωρίς κίνηση σε αυτούς. Γύρω στα 60 χιλιόμετρα είναι η απόσταση μεταξύ Μετσόβου και Ιωαννίνων και ο γεμάτος στροφές δρόμους ανεβοκατεβαίνει τα βουνά. Εάν αποφασίσει κανείς να πάρει αυτό το δρόμο πέρα από τη οδηγική απόλαυση θα «ανταμειφθεί» και με την εντυπωσιακή θέα από ψηλά της λίμνης Παμβώτιδας, αμέσως μετά το χωριό Μαζιά. Την ώρα που έφτασα εγώ σε αυτό το σημείο ο ήλιος είχε δύσει αρκετή ώρα και έτσι έδινε ένα έντονο ροδό-πορτοκαλί χρώμα στη λίμνη. Αν και ο τελικός προορισμός μου είναι η Κόνιτσα θα κάνω μια στάση στα Ιωάννινα και ο λόγος ονομάζεται “Il pazzo”, δηλαδή η πιτσαρία που φτιάχνει μια από της καλύτερες πίστες στην Ελλάδα και την αγαπημένη μου, Black truffe, με κρέμα μαύρης τρούφας και ποικιλία μανιταριών.

Με γεμάτη την κοιλιά και την αίσθηση της γεύσης πλήρως ικανοποιημένη θα μπορέσω να αντέξω πιο εύκολα τα 64 χιλιόμετρα έως την Κόνιτσα, καθώς δεν είναι μόνο οι 6 βαθμοί Κελσίου αλλά και η παγωνιά που χαρακτηρίζει το υψίπεδο των Ιωαννίνων. Το σημείο της διανυκτέρευσης είναι γνωστό καθώς δίπλα από το μικρό εκκλησάκι, λίγο έξω από την πόλη της Κόνιτσας, είχα πάλι στήσει σκηνή το καλοκαίρι όταν πάλι πήγαινα στην Αλβανία. Συνήθως τα μικρά εκκλησάκια για λόγους ασφαλείας είναι πλέον κλειδωμένα αλλά μάλλον ο Άγιος Ιωάννης εκ Κονίτσης, που είναι αφιερωμένος ο μικρός αυτός ιερός ναός, μάλλον λυπήθηκε τον ταλαίπωρο ταξιδιώτη που αποφάσισε να κοιμηθεί σε σκηνή την ημέρα της γιορτής του και βρήκα την πόρτα ανοικτή οπότε για σήμερα το βράδυ τουλάχιστον γλύτωσα το στήσιμο της σκηνής.


Συνεχιζεται.....

Πηγη www.bikeit.gr
 

maik900

Administrator
Motoparea team
Δημοσιεύσεις
29.230
Ηλικία
63
Περιοχή
Αγρινιο
Μοτοσυκλέτα
KAWASAKI ΖΧR 900 1999
Varadero 1000 MK1
MODENAS X CITE 135 2009
Όνομα
ΜΙΧΑΛΗΣ
Περιοχή
ΑΓΡΙΝΙΟ

Ταξιδιωτικό - Πρωτοχρονιάτικη απόδραση στην Αλβανία με Aprilia Tuareg 660 - μέρος 2ο​











Μετά από μια διανυκτέρευση στην Κόνιτσα, το ταξίδι συνεχίζεται πιο βόρεια, με προορισμό την Κορυτσά.

Κείμενο- φωτογραφίες: Βασίλης Κωστάκος

Ένα ακόμα πρωινό ξύπνημα στους 0 βαθμούς Κελσίου, και μπορώ να πω ότι εάν είσαι καλά εξοπλισμένος τελικά δεν είναι τόσο φοβερό όσο ακούγεται. Ο ύπνος μέσα στο εκκλησάκι τουλάχιστον με γλύτωσε από την υγρασία που δημιουργείται μέσα στη σκηνή ενώ παράλληλα με γλύτωσε και από το στήσε -ξεστήσε. Προσπαθώ να καθυστερήσω όσο περισσότερο γίνεται πριν βγω πάλι στο δρόμο ώστε να δώσω χρόνο στον ήλιο να βγει πίσω από τα βουνά και να αρχίσει να εξαφανίζει την πάχνη που έχει καλύψει τα πάντα. Αυτό που φυσικά με ενδιαφέρει είναι ο παγετός στο δρόμο, όχι ότι το καλύτερο για τα οχήματα, και ειδικά για τις μοτοσυκλέτες.

Είναι λοιπόν ήδη 10 το πρωί όταν ξεκινώ για τα τελευταία χιλιόμετρα επί ελληνικού εδάφους που θα με οδηγήσουν στο συνοριακό φυλάκιο της Μέρτζανης. Τα πάντα είναι καλυμμένα με ένα λευκό πέπλο, που ναι μεν προσφέρει εντυπωσιακές εικόνες για κάποιον που δεν είναι συνηθισμένος σε περιοχές με τόσο κρύο, αλλά εγώ οδηγώ όσο πιο απαλά γίνεται γιατί ακόμα και η ιδέα μια πτώσης από γλίστρημα κάνουν τα γέρικα κόκκαλά μου να πονάνε. Στο μικρό τελωνείο η κίνηση είναι ελάχιστη άρα και ύστερα από 10 περίπου λεπτά βρίσκομαι στον SH80 για Πρεμετή, σε αντίθετη κατεύθυνση για Κορυτσά, καθώς προτιμώ να φτάσω στο Λεσκοβίκι από έναν μικρό δρόμο που ανακάλυψα πριν μερικά χρόνια αλλά και γιατί θέλω να επισκεφτώ το φαράγγι Lancarica.

O δρόμος πηγαίνει παράλληλα με τον Αώο ποταμό, ακολουθώντας την μορφολογία των χαμηλών λόφων απέναντι από μια ψηλή βραχώδη οροσειρά που το χιόνι την κάνει να δείχνει ακόμα πιο εντυπωσιακή. Καθώς η φωτογραφία είναι ένα δισδιάστατο μέσο είναι δύσκολα να αποτυπωθεί η επιβλητικότητα που έχει. Δρόμος δεν υπάρχει που τη διασχίζει, αλλά υπάρχουν μερικά χωριά χαμηλά στις παρυφές της, στην απέναντι πλευρά του Αώου ποταμού, κάποια και με ελληνική ονομασία όμως το Βλαχοψηλότερα, με τα οποία η επικοινωνία γίνεται μέσω παλιών μεταλλικών γεφυρών.

Μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω υπάρχει στα δεξιά η διασταύρωση για το φαράγγι, και σε μόλις σε 13 περίπου χιλιόμετρα φτάνω στην είσοδο του όπου υπάρχει ένα μεγάλο πέτρινο τοξωτό γεφύρι. Από εδώ και εμπρός με τα πόδια θα χωθώ στο εσωτερικό του όπου σιγά σιγά στενεύει με τις κάθετες πλευρές του να απέχουν μερικά μέτρα. Δίπλα στο πέτρινο γεφύρι υπάρχουν θερμές πηγές και οι ντόπιοι έχουν φτιάξει με πέτρες αυτοσχέδιες πισίνες οπότε δεν θα μπορούσα να αντισταθώ για μία βουτιά στο ζεστό νερό. Για όποιον βρεθεί σε αυτά τα μέρη και υπάρχει ένας χωματόδρομος πριν το φαράγγι που σε ανεβάζει σχετικά ψηλά σε ένα μικρό οικισμό με δέκα πέτρινα σπίτια και την εντυπωσιακή εκκλησία αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου.

Συνεχίζω λίγο ακόμα σε σχέση με τον τελικό προορισμό μου, την Κορυτσά, για να βρεθώ στην μικρή κωμόπολη Πρεμετή για να έχω περισσότερες επιλογές για φαγητό καθώς λόγω της δεύτερης ημέρας του χρόνου όλα είναι κλειστά, αλλά τελικά καταφέρνω να βρω ένα μικρό μαγειρείο που ήταν ανοικτό. Ξύλινα τραπέζια και καρέκλες, φλοκάτες όχι μόνο κάτω αλλά και στους τοίχους με την μοντέρνα εσπρεσιέρα να δείχνει τόσο παράταιρη με το όλο σκηνικό. Ο ευγενικός ιδιοκτήτης αν και μου έφερε έναν κατάλογο στα αγγλικά, τελικά με οδήγησε στο μικρό κουζινάκι που υπήρχαν τέσσερις κατσαρόλες, κάθε μια με διαφορετική σούπα. Παράγγειλα ένα τας κεμπάπ, ένα πιάτο ρύζι και μια σαλάτα. Κόστος δέκα ευρώ.

Έχοντας πάρει τα πάνω μου από τη ζεστασιά του μαγειρείου αλλά και του τας κεμπάπ που το πλάκωσα στο μπούκοβο, βρέθηκα πάλι στο δρόμο με κατεύθυνση το Carcove, όπου άφησα τον κεντρικό δρόμο για έναν μικρότερο (SH75) που σκαρφαλώνει στα βουνά από τη δυτική πλευρά του Λεσκοβίτσι. Ο δρόμος ήταν ασφαλτοστρωμένος κάποτε αλλά τόσα χρόνια χωρίς συντήρηση έχει πλέον αποκτήσει παντού λακκούβες και κάνει την οδήγηση κουραστική για κάθε μοτοσυκλέτα που δεν έχει τα χαρακτηριστικά του Aprilia Tuareg.

H αίσθηση της απομόνωσης όταν οδηγάς σε τέτοιους δρόμους στην Αλβανία είναι αυτή που έχει κάνει πολλούς Ευρωπαίους τα τελευταία χρόνια να ανακαλύπτουν πολλές όμορφες της Αλβανίας. Και εδώ θέλω να ξεφύγω λίγο από τη ροή του κειμένου αλλά θα αναφερθώ σε κάτι που αφορά το ταξίδι στην γειτονικής μας χώρας καθώς αναφορές του στυλ «Πόσο επικίνδυνο είναι το ταξίδι στην Αλβανία» είναι εντελώς προβοκατόρικες καθώς προσωπικά όχι μόνο ουδέποτε αντιμετώπισα πρόβλημα, αλλά και οι περισσότεροι όταν αντιλαμβάνονταν ότι είμαι Έλληνας με έδειχναν ακόμα πιο εγκάρδιοι.

Παρά την κατάσταση του δρόμου και το χαμηλό ρυθμό αφού θέλω να απολαύσω όσο το δυνατόν τη «μοναξιά», δεν θα αργήσω να βρεθώ στο Λεσκοβίκι όπου θα πάω στα ένα από τα λίγα εναπομείναντα πολυβολεία, που κάποτε μετρούσαν χιλιάδες, για να βγάλω μια κλασική φωτογραφία της μοτοσυκλέτας εμπρός από αυτό το μνημείο της ανθρώπινης παράνοιας. Από την ορεινή κωμόπολη ξεκινά ένας φρέσκο ασφαλτοστρωμένος δρόμος – πριν δύο χρόνια πέσαμε πάνω στα έργα με αυτοκίνητο και σιχτιρίσαμε – που ανεβοκατεβαίνει πανέμορφες πλαγιές σκεπασμένες από πεύκα και έλατα, που σταματούν όμως τις ακτίνες του χειμωνιάτικου ήλιου και σε πολλά σημεία υπάρχει αρκετός παγετός όπου πρέπει να περνώ με μεγάλη προσοχή και ετοιμότητα. Ευτυχώς που έχω κάνει ήδη τρεις φορές τη συγκεκριμένη διαδρομή οπότε δεν με ενοχλεί τόσο που η προσοχή μου είναι στραμμένη στο δρόμο και όχι στο τοπίο.

Ο δρόμος μετά από καμιά σαρανταριά χιλιόμετρα κατηφορίζει σε πιο ανοικτά τοπία, όπου ο παγετός απουσιάζει -ευτυχώς το θερμόμετρο έχει αγγίξει τους έντεκα βαθμούς- για να βρεθώ αμέσως μετά στα μεγάλα πλατώματα, για να φτάσω τελικά νωρίς το απόγευμα στην Κορυτσά. Θα αφήσω τα πράγματα στο ξενοδοχείο και θα βγω για μια γρήγορη βόλτα στην παλιά πόλη όπου ευτυχώς έχει κρατήσει στο έπακρο το παραδοσιακό της χρώμα με τους μικρούς με πέτρα στρωμένους δρόμους να δημιουργούν ένα λαβύρινθο ανάμεσα σε παλιά σπίτια, κάποια ιδιαίτερα εντυπωσιακά.

Το σκοτάδι δεν θα αργήσει να έρθει και μετά από δύο χορταστικούς γύρους κοτόπουλου με πίτα θα βρεθώ πίσω στο ξενοδοχείο. Ένα ζεστό μπάνιο και κατευθείαν στο κρεβάτι. Εδώ δεν χρειάζεται να σας πω ότι δεν χρειάστηκα ούτε ένα λεπτό για να με πάρει ο ύπνος καθώς σίγουρα θα το έχετε φανταστεί. Πως θα μπορούσε άλλωστε μετά από δύο μέρες οδήγησης στο κρύο και ύπνο σε σκηνή στους μηδέν βαθμούς;



Συνεχιζεται.....

Πηγη www.bikeit.gr
 

maik900

Administrator
Motoparea team
Δημοσιεύσεις
29.230
Ηλικία
63
Περιοχή
Αγρινιο
Μοτοσυκλέτα
KAWASAKI ΖΧR 900 1999
Varadero 1000 MK1
MODENAS X CITE 135 2009
Όνομα
ΜΙΧΑΛΗΣ
Περιοχή
ΑΓΡΙΝΙΟ

Ταξιδιωτικό - Πρωτοχρονιάτικη απόδραση στην Αλβανία με Aprilia Tuareg 660 - μέρος 3ο​















Μετά από ένα 12ώρο ύπνου στα ζεστά το ταξίδι συνεχίζεται προς το νότο.

Κείμενο- φωτογραφίες: Βασίλης Κωστάκος

Δεν θα κρύψω ότι μπορεί και να μην γύρισα πλευρό στο κρεβάτι του ξενοδοχείου από την κούραση και το κρύο που έφαγα τις δύο προηγούμενες ημέρες αλλά η αυτή «ταλαιπωρία» με κάνει να απολαμβάνω τη ζεστασιά ενός δωματίου και την άνεση ενός -με σκληρό στρώμα πάντοτε- κρεβατιού. Την πρώτη φορά που βρέθηκα στην Κορυτσά, πριν χρόνια, ανακάλυψα ένα μαγαζάκι, όχι μεγαλύτερο από 4 τετραγωνικά, όπου η νεαρά κυρία φτιάχνει χειροποίητες πίτες και κάθε φορά που έρχομαι σε αυτή την πόλη είναι το σημείο όπου παίρνω το πρωινό μου.

Έτσι μπορείς να απολαύσεις μια πραγματική χειροποίητη (κάτι πολύ δύσκολο πλέον στην Αθήνα) πρασόπιτα με μόλις 80 λεπτά. Γενικά πάντως επειδή δεν υπάρχει οργανωμένη παραγωγή θα βρεις ακόμα πολλά πράγματα που θυμίζουν τον παλιό «καλό» καιρό στην Ελλάδα, όπως οι γαλατάδες που γεμίζουν την Κορυτσά το πρωί με τα μηχανάκια και τα ποδήλατά τους και πηγαίνουν φρέσκο γάλα στα σπίτια.

Χορτασμένος και ξεκούραστος ξεκινώ λοιπόν το ταξίδι της επιστροφής και κατευθύνομαι προς τα ελληνικά σύνορα που απέχουν μόλις 35 χιλιόμετρα από την Κορυτσά, αλλά πριν τα περάσω θα κάνω μερικές στάσεις στα μικρά χωριά που βρίσκονται λίγο πριν από αυτά, με το μιναρέ να ξεχωρίζει από μακριά δηλώνοντας με αυτό τον τρόπο ότι πρόκειται για μουσουλμάνους.

Τα χωριά αυτά μοιάζουν να παραμένουν αδιάβλητα μέσα στο χρόνο καθώς υπάρχουν τα παλιά πέτρινα σπίτια με τις μεγάλες περιστοιχισμένες με ψηλούς τοίχους αυλές. Παρά το χιόνι στα γύρω βουνά το κρύο σήμερα δεν είναι τόσο πολύ σε σχέση με τις προηγούμενες μέρες οπότε τα πράγματα είναι πιο υποφερτά, κάτι που πέρα από την οδήγηση βοηθά πάντα και στη φωτογράφηση.

Στο συνοριακό φυλάκιο της Κρυσταλλοπηγής υπάρχει μια μεγάλη ουρά αυτοκινήτων μα οι αστυνομικοί που κάνουν νόημα να τα προσπεράσω και έτσι μέσα σε λίγα λεπτά βρίσκομαι σε ελληνικό έδαφος. Πλέον τα σύνορα συνδέονται με την Εγνατία οδό μέσω ενός αυτοκινητόδρομο αλλά εγώ φυσικά επιλέγω την παλιά διαδρομή με τον επαρχιακό δρόμο που οδηγεί μέσω Κρυσταλλοπηγής στο δρόμο Καστοριάς- Πρεσπών. Μερικά χιλιόμετρα πριν τη διασταύρωση υπάρχει το χωριό Βατοχώρι όπου δείχνει να ακολουθεί και αυτό την τύχη των χωριών Γάβρος και Κρανιώνας, καθώς υπάρχουν πολλά σπίτια εγκαταλελειμμένα αν και υπάρχουν κάποιοι λιγοστοί κάτοικοι.

Τα πιο πάνω προαναφερθέντα χωριά βρίσκονται μερικά χιλιόμετρα μετά και εδώ και πολλά χρόνια έχουν εγκαταλειφθεί πλήρως με τα σπίτια, καμωμένα από καφέ χώμα, νερό και άχυρο, να είναι ένα απόκοσμο κινηματογραφικό σκηνικό, που χρόνο με το χρόνο υποκύπτει στη δύναμη των στοιχείων της φύσης.

Ο δρόμος κατηφορίζει προς το νότο ακολουθώντας το άνοιγμα των βουνών, με ένα μικρό ποτάμι να ακολουθεί και αυτό την ίδια πορεία. Εάν βρεθείτε σε αυτό το σημείο και θέλετε να φτάσετε στην Καστοριά σας προτείνω να ακολουθήσετε το παλιό δρόμο που οδηγεί στην συγκεκριμένη πόλη. Καθώς δεν υπάρχει κάποια πινακίδα που να δείχνει τη συγκεκριμένη διαδρομή, θα πρέπει έχετε το νους σας να διακρίνεται στα αριστερά σας τη σιδερένια γέφυρα. Ο δρόμος αυτός περνά μέσα από ένα όμορφο δάσος με βελανιδιές αλλά το κερασάκι στην τούρτα είναι η θέα της πόλης και της λίμνης που την περιβάλει από ψηλά, λίγο πριν αρχίσετε να κατηφορίζετε προς την Καστοριά.

Η Καστοριά ήταν μια πόλη που μπορώ να πω ότι την είχα αδικήσει – όπως την Ξάνθη- καθώς σαν περαστικός δεν δείχνει κάτι τόσο όμορφο για να σε προτρέψει να την επισκεφτείς. Μέχρι που μια μέρα βρέθηκα να περπατώ σχεδόν όλο το κομμάτι της παλιάς πόλης και να ανακαλύπτω τα εξαιρετικά αρχοντικά που έχει δίπλα στην λίμνη αλλά και πιο ψηλά. Από τότε θα κάνω πάντα μια σύντομη στάση για κάποιες φωτογραφίες, και μετά από μια ζεστή σοκολάτα στην καντίνα της DeTox βρίσκομαι πάλι στο δρόμο.

Και φυσικά ακολουθώ την παλιά διαδρομή -και όχι τον αυτοκινητόδρομο- για Γρεβενά που με ανεβοκατεβάζει στους λόφους του συγκεκριμένου νομού, που επιτρέψτε μου να πω ότι είναι σχεδόν το ίδιο ωραία να οδηγάς την άνοιξη σε αυτή την περιοχή με την Τοσκάνη (μόνο που δυστυχώς εδώ λείπουν τα γραφικά παραδοσιακά χωριά και κωμοπόλεις). Ο ήλιος πηγαίνει προς τη δύση και τα χρώματα στον ουρανό μαζί με το φθινοπωρινό τοπίο δημιουργεί όμορφες εικόνες οπότε οι στάσεις μέχρι να πέσει το σκοτάδι για φωτογραφίες είναι πολλές και συχνές.

Είναι περίπου 9 το βράδυ όταν φτάνω στις Θερμοπύλες, δηλαδή απέχω μόλις καμιά 150αριά χιλιόμετρα από το σπίτι αλλά δεν μπορώ να αντισταθώ σε μία τελευταία στάση. Μία τελευταία βραδιά ύπνου έξω αλλά και μια βουτιά στα ζεστά νερά των ιαματικών πηγών. Ευτυχώς που προνοώ να στήσω τη σκηνή πριν μπω στο ζεστό νερό γιατί μετά από μισάωρο σε μία από τις αυτοσχέδιες μικρές λιμνούλες το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να φτάσω στη σκηνή και να χωθώ μέσα στον υπνόσακο.

Πολλοί ίσως θα αναρωτηθούν πόσο ανεπτυγμένο είναι το μαζοχιστικό κομμάτι για μια τέτοια ταλαιπωρία και ίσως σωστά σκεφτούν. Αλλά σε αυτούς μπορώ να απαντήσω ότι πολλές φορές τα δεδομένα αλλάζουν ανάλογα το πρίσμα που τα κοιτάς. Παράδειγμα, κανένα τζακούζι σε κάποιο ακριβό ξενοδοχείο δεν μπορεί να συγκριθεί με την αίσθηση χαλάρωσης στις ιαματικές πηγές στις Θερμοπύλες, ενώ το συγκεκριμένο ξενοδοχείο αποκλείεται να έχει παραπάνω αστέρια από όσα εγώ είχα εκείνο το βράδυ.

Πηγη www.bikeit.gr
 
Top Bottom