Η ιστορία του ουίσκι
Το ουίσκι είναι ο βασιλιάς των αποσταγμάτων. Όμως δεν είναι και το πρώτο απόσταγμα που φτιάχτηκε. Ίσα-ίσα. Τα μυστικά της απόσταξης προέρχονται από έναν λαό που δε θα το περίμενες ποτέ. Συγκεκριμένα, από τους Μουσουλμάνους, οι οποίοι τελειοποίησαν τις μεθόδους απόσταξης και τις μετέφεραν στη Δύση. Ο Abu Musa Jabir ibn Hayyan, έζησε τον 8ο αιώνα μ.Χ. -είναι γνωστός και ως Geber- και θεωρείται ο πατέρας της απόσταξης. Χώρος δράσης του είναι εκεί που βρίσκεται το σημερινό Ιράκ. Ακούγεται κάπως ειρωνικό η θρησκεία που απαγορεύει στους πιστούς της να πίνουν αλκοόλ, να είναι εκείνη που οπαδοί της εξέλιξαν την απόσταξη. Ο Geber είναι ο πρώτος που εφηύρε τον στύλο απόσταξης που χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα στην πιο εξελιγμένη του μορφή. Αυτό που έκανε και ήταν πρωτοπόρο, ήταν ότι αντί να χρησιμοποιεί τρίχωμα από πρόβατα για να μαζεύει το προϊόν της απόσταξης, αυτός έβαλε μία σωλήνα και έφτιαξε τον στύλο απόσταξης όπως τον ξέρουμε σήμερα. Λέγεται ότι η ιδέα ήρθε στον Geber μελετώντας γραπτά του Ζώσιμου του Πανοπολίτη, ο οποίος είχε φτιάξει κάτι παρόμοιο, όχι όμως για ποτά αλλά για μέταλλα. Μέσω του εμπορίου και των συναλλαγών, αυτή η εφεύρεση έφτασε στη Δύση και συγκεκριμένα στους μοναχούς της εποχής εκείνης, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν την καυτή βροχή για φαρμακευτικούς σκοπούς. Όμως η ιδέα της απόσταξης ανήκει στον Geber.
Η πρώτη γραπτή αναφορά στο ουίσκι έλαβε χώρα το 1405, όπου στα ιρλανδέζικα χρονικά του μοναστηριού του Clonmacnoise γράφεται ότι ένας άστεγος πέθανε από υπερβολική κατανάλωση
Uisge beatha τα Χριστούγεννα. Το
Uisge beatha (ούσκε μπα) ήταν η κελτική έκφραση για το «νερό της ζωής» και η πρώτη επίσημη καταγραφή σε βασιλικά έγγραφα ανάγεται στο 1494, όταν ο βασιλιάς James ΙV ζητάει «οκτώ δοχεία βύνης για την παρασκευή uisge beatha». Σήμερα έχει επιζήσει σε αρκετά ποτά σαν όρος όπως το eau de vie (Γαλλία), acquavita (Ιταλία), akvavit (Σκανδιναβία) και okowita (Πολωνία).
Οι μοναχοί, εξαίρετοι στη διαδικασία απόσταξης εκείνα τα χρόνια, αποστάζουν με συνέπεια, για λόγους, φυσικά, ιατρικούς. Γιατί, όπως έγραψε ο Σκωτσέζος ποιητής James Hogg, «Αν κάποιος ήξερε πόσο ακριβώς έπρεπε να πίνει κάθε μέρα και το ακολουθούσε με ευλάβεια, είναι σίγουρο πως ούτε θα αρρώσταινε ούτε θα πέθαινε ποτέ». Το 1536-1541 o βασιλιάς Henry VIII της Αγγλίας διαλύει μοναστήρια και δίνει τη δυνατότητα στους αγρότες να αποστάξουν. Αν το καλοσκεφτείς είχαν τα δίκια τους, εκείνοι καλλιεργούσαν τα δημητριακά και ήθελαν μερίδιο της απόλαυσης.
Το 1600 ξεκινάνε πολλοί Σκωτσέζοι αλλά και Ιρλανδοί από το μεγάλο νησί τις αναζητήσεις για τη Νέα Γη και φτάνουν στην Αμερική έχοντας φυσικά στα αμπάρια τους
ουίσκι. Εκεί γνώρισαν νέα είδη δημητριακών, κάτι που εξέλιξε τη διαδικασία αρκετά. Η ιστορία λέει ότι το πλοίο Mayflower έδεσε στο Plymouth και όχι στην περιοχή που έλεγαν οι βασιλικές διαταγές, επειδή άρχισαν να ξεμένουν από αλκοόλ. Αργότερα το αλκοόλ και ειδικότερα το ουίσκι έπαιξε τεράστιο ρόλο στην αποικία αλλά και στην εξόντωση των αυτοχθόνων. Οι νέοι κάτοικοι το χρησιμοποιούσαν στις διαπραγματεύσεις τους με τους ντόπιους οι οποίοι είχαν κατά κάποιο τρόπο εθιστεί σε αυτό.
Την ίδια περίοδο και συγκεκριμένα το 1608, στη Βόρεια Ιρλανδία δίνεται η πρώτη επίσημη άδεια για να ανοίξει αποστακτήριο. Το όνομά του, The Old Bushmills Distillery, το οποίο και παραμένει μέχρι και σήμερα το παλαιότερο αποστακτήριο στον κόσμο. Έναν αιώνα αργότερα δημιουργείται η Μεγάλη Βρετανία με την ένωση του Βασιλείου της Αγγλίας και εκείνου της Σκωτίας. Αυτό όμως είχε σαν αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση των φόρων και συγκεκριμένα στο ουίσκι. Ο λεγόμενος English Malt Tax του 1725, ανάγκασε πολλούς από τους ιδιοκτήτες αποστακτήριων να λειτουργούν τη νύχτα με αποτέλεσμα να αποκαλούν συνθηματικά το ουίσκι, σεληνόφως. Έτσι απέκτησε και η λέξη moonshine τη σημασία του λαθραίου ποτού.
Κατά τη διάρκεια του αμερικανικού πολέμου το 1775-1783, το ουίσκι χρησιμοποιήθηκε πολύ και σαν συνάλλαγμα, ενώ όταν ο πόλεμος τελείωσε άφησε πίσω του ένα τεράστιο χρέος. Το 1791 τέθηκε σε εφαρμογή ο φόρος για το ουίσκι από τη νέα εθνική κυβέρνηση του George Washington, κάτι που απογοήτευσε πολλούς από τους βετεράνους του εμφυλίου και τους αγρότες σιτηρών. Οι αντιδράσεις γίνονταν όλο και πιο έντονες και τελικά ξεκίνησε η «επανάσταση του ουίσκι», όταν οι αγρότες ξεσηκώθηκαν, αρνούμενοι να πληρώσουν τον φόρο. Οι συγκρούσεις ήταν αρκετές με αποκορύφωμα τον Ιούλιο του 1794, όταν είχαμε ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ πολιτών και στρατού. Μέχρι το 1801 ο φόρος συνέχισε να υπάρχει, ενώ σταμάτησε η εφαρμογή του όταν κέρδισε τις εκλογές ο Thomas Jefferson υποσχόμενος ότι θα τον καταργήσει, όπως και έκανε.
Τότε είναι που ο πρόεδρος της Αμερικής μοίρασε εκτάσεις σε μετανάστες Σκωτσέζους και Ιρλανδούς στην περιοχή του Kentucky. Εκείνοι άρχισαν να καλλιεργούν καλαμπόκι και το περίσσευμα της παραγωγής το απόσταζαν και το έφτιαχναν ουίσκι. Ο θρύλος λέει ότι ο καπνιστός ρόλος του Bourbon που πηγάζει από τα «καμμένα» επιφανειακά βαρέλια, οφείλεται στον αποσταγματοποιό Elijah Craig. Όταν κάποια στιγμή κατά λάθος έφτιαξε βαρέλι από σχεδόν καμμένα ξύλα και έβαλε μέσα ουίσκι, δεν ήξερε ότι δημιουργούσε ένα καινούργιο είδος. Το νέο αυτό ουίσκι είχε έντονο χρώμα, γλυκιά επίγευση και νότες βανίλιας και καπνού. Κάποια στιγμή έστειλε τα βαρέλια στη Νέα Ορλεάνη για πώληση με σφραγίδα Mayville της επαρχίας Bourbon και εκείνα έγιναν ανάρπαστα, βοηθώντας έτσι στη διάδοση του νέου είδους ουίσκι. Τότε είναι που πήρε και το όνομά του.
Από εκείνη την περίοδο μέχρι το 1920, οι εξαγωγές από Ιρλανδία και Σκωτία στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν τεράστιες, ενώ κάπως έτσι άρχισαν στη Νέα Γη να φτιάχνουν και δικό τους ουίσκι. Η μεγάλη κατανάλωση όμως οδήγησε στις πρώτες αντιδράσεις. Η κορύφωσή τους ήταν το ψήφισμα του 1920 για ποταπαγόρευση, η οποία κράτησε 13 ολόκληρα χρόνια. Παράλληλα, η Ευρώπη προερχόταν από τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, όπου αρκετά αποστακτήρια, είχαν κλείσει λόγω του ότι τα δημητριακά, επαρκούσαν οριακά για να καλύψουν τις ανάγκες του λαού για σίτιση. Μέχρι το 1924, ο αριθμός των αποστακτήριων έχει μειωθεί δραστικά όπως και η κατανάλωση. Αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το νεοεκλεγέν Εργατικό Κόμμα στη Μεγάλη Βρετανία βροντοφωνάζει «Πρώτα φαγητό και ύστερα ουίσκι» ρίχνοντας ακόμα περισσότερο την κατανάλωση. Η αναγέννηση του βασιλικού αποστάγματος αρχίζει μόλις το 1960 με μαζική παραγωγή σε Σκωτία, Ιρλανδία και Αμερική.
Πηγη
www.oneman.gr