Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες

maik900

Administrator
Motoparea team
Δημοσιεύσεις
26.404
Ηλικία
62
Περιοχή
Αγρινιο
Μοτοσυκλέτα
KAWASAKI ΖΧR 900 1999
MODENAS X CITE 135 2009
Όνομα
ΜΙΧΑΛΗΣ
Περιοχή
ΑΓΡΙΝΙΟ

Τα Χριστούγεννα και οι ιστορίες που αξίζει να διαβάσουμε​

Τα Χριστούγεννα είναι μία ξεχωριστή γιορτή, που σηματοδοτεί την αγάπη, την συντροφικότητα, την προσφορά, τα δώρα και φυσικά τη μαγεία! Μικροί και μεγάλοι περιμένουν με αγωνία την παύση των καθημερινών υποχρεώσεων για να περάσουν με τις οικογένειές τους ευχάριστες στιγμές. Αν τα παιχνίδια είναι αυτά που επιζητούν ως δώρα τα παιδιά κάθε Χριστούγεννα και τους προσφέρουν μεγάλη χαρά, τα βιβλία και οι ιστορίες που «μιλούν» για το πνεύμα της γιορτής προσφέρουν στιγμές χαλάρωσης και ξεκούρασης σε όλους, και μας θυμίζουν το νόημα των Χριστουγέννων και το πόση μαγεία περικλείουν μέσα τους. Πολλές είναι οι ιστορίες που αναφέρονται στα Χριστούγεννα, ωστόσο εμείς διαλέξαμε μερικές από τις αγαπημένες κλασικές χριστουγεννιάτικες ιστορίες που διαβάζουμε ξανά και ξανά με την ίδια χαρά.

Μία Χριστουγεννιάτικη ιστορία του Καρόλου Ντίκενς

Πρόκειται για την πιο διαδεδομένη νουβέλα (στην αγγλική -πρωτότυπη- έκδοση αναφέρεται ως «A Christmas Carol») του Ντίκενς, μια κλασική, ηθοπλαστική δημιουργία γεμάτη με συμβολισμούς και μηνύματα κατάλληλη για ανθρώπους όλων των ηλικιών, που φαντάζει τόσο επίκαιρη όσο ποτέ. Η νουβέλα αφηγείται την ιστορία του πασίγνωστου τσιγκούνη Εμπενίζερ Σκρουτζ, ο οποίος προσπαθεί να συγκεντρώσει όσα περισσότερα χρήματα μπορεί, χωρίς να ξοδέψει ή να μοιραστεί δεκάρα. Την παραμονή των Χριστουγέννων δέχεται την επίσκεψη τριών φαντασμάτων που εκπροσωπούν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον αντίστοιχα, αλλά και την επίσκεψη του νεκρού συνεταίρου του, Τζέικομπ Μάρλεϊ. Μέσα από αυτές τις μεταφυσικές επισκέψεις ο Σκρουτζ αλλάζει κοσμοαντίληψη ολοκληρωτικά και διαποτισμένος από το πνεύμα των Χριστουγέννων μαθαίνει για το νόημα της προσφοράς, της αγάπης και του ανθρωπισμού. Μια εξαιρετική, συναισθηματική και ευφυής νουβέλα που έγινε ταινία πολλές φορές και μάγεψε το κοινό.

Ο Καρυοθραύστης του Ε.Τ.Α Χόφμαν​

Ο Καρυοθραύστης είναι μια όμορφη και συναισθηματική ιστορία, που αξίζει να διαβαστεί από τον καθένα. Πρόκειται για την ιστορία της μικρής Κλάρας (σε κάποιες εκδόσεις Μαρία), η οποία δέχεται τις μέρες των Χριστουγέννων ένα δώρο από τον θείο της που δεν είναι άλλο από μία ξύλινη κούκλα, τον Καρυοθραύστη. Τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων ενώ οι καλεσμένοι αποχωρούν η μικρή Κλάρα βάζει για ύπνο τον Καρυοθραύστη πριν πέσει και η ίδια για ύπνο. Ξαφνικά όμως, όλα ζωντανεύουν και η μαγεία κατακλύζει το δωμάτιο της Κλάρας. Ο Καρυοθραύστης ζωντανεύει και ρίχνεται στη μάχη με το βασιλιά των Ποντικών, ενώ παράλληλα εκτυλίσσεται και η ιστορία της πριγκίπισσας Πιρπιλάτης. Όλα συμβαίνουν λίγο μετά τα μεσάνυχτα, όμως, διαρκούν για λίγο, καθώς πριν ξημερώσει η μαγεία διακόπτεται για να μην ανακαλύψει κανένας το μυστικό. Πρόκειται για μια γλυκιά ιστορία που αργότερα κατέληξε -με την αισθαντική μουσική του Τσαϊκόφσκι– σε ένα από τα διασημότερα μπαλέτα του κόσμου που «ανεβαίνει» τις μέρες των Χριστουγέννων στις μεγαλύτερες σκηνές.

Χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη​

Όπως μαρτυρά και ο τίτλος, τα χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη περιλαμβάνουν ιστορίες με κεντρικό άξονα τα Χριστούγεννα. Βέβαια, δεν περιέχουν κάποια χριστουγεννιάτικη ιστορία που αφορά κάποιο οικογενειακό τραπέζι ούτε κάποιο ευτράπελο των γιορτών. Πρόκειται κυρίως για διηγήματα (εκ των οποίων κάποια αφορούν την Πρωτοχρονιά και άλλα τη γιορτή των Φώτων) εντός των οποίων ξεδιπλώνονται οι χαρακτήρες των προσώπων του παπαδιαμάντειου κόσμου καθιστώντας σαφή – στο αναγνωστικό κοινό – τη δύναμη της λογοτεχνικής πένας του Σκιαθίτη δημιουργού. Διηγήματα εξαιρετικά καλογραμμένα στην καθαρεύουσα που αξίζουν την προσοχή μας.

Παραμονή Χριστουγέννων του Νικολάι Γκόγκολ​

Η ιστορία αυτή έρχεται από την Ουκρανία και είναι αρκετά σπάνια, αλλά αξίζει να την διαβάσει κάποιος κυρίως για τους πολλούς συμβολισμούς και τα μηνύματα που περνά. Ο Ουκρανός συγγραφέας Νικολάι Γκόγκολ περιγράφει την προσπάθεια του διαβόλου να ολοκληρώσει έναν τελευταίο γύρο του θριάμβου πριν γυρίσει στην κόλαση τη νύχτα των Χριστουγέννων. Τα σχέδιά του όμως, ματαιώνει ο Θεός, ο οποίος παρεμβαίνει για να διαλύσει το σκοτάδι, να ακυρώσει την επικράτηση του κακού και να μεταφέρει με τη σειρά του το πανανθρώπινο μήνυμα της δικαιοσύνης και της αγάπης. Στο τέλος το φως θα λάμψει. Πρόκειται για μία ξεχωριστή νουβέλα που οδήγησε το ουκρανικό κράτος να τυπώσει γραμματόσημο με το πρόσωπο του Γκόγκολ τιμής ένεκεν!


Τα Χριστούγεννα του Ηρακλή Πουαρό της Αγκάθα Κρίστι​

Η μετρ του σασπένς και των αστυνομικών μυθιστορημάτων εν γένει, η βρετανίδα Αγκάθα Κρίστι δεν θα μπορούσε να αφήσει παραπονεμένο το αναγνωστικό της κοινό ούτε την περίοδο των Χριστουγέννων. Έτσι, πριν χρόνια αποφάσισε να…χαλάσει τα Χριστούγεννα του δαιμόνιου Βέλγου ντετέκτιβ Ηρακλή Πουαρό γράφοντας ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα με επίκεντρο τα Χριστούγεννα. Η ιστορία της Κρίστι αφορά έναν εκατομμυριούχο, τον Σάιμον Λη, ο οποίος, αν και δε θέλει να έχει καμία σχέση με την οικογένειά του, την προσκαλεί για το ρεβεγιόν των Χριστουγέννων στο σπίτι του. Προσκαλεί μάλιστα και τον μισητό – σε όλους – Χάρρυ και την εγγονή του Πιλάρ, που είναι άτομα άγνωστα σε όλους. Εκτός αυτών των προσώπων επιλέγει να προσκαλέσει και τον γιο του πρώην συνεταίρου του Στήβεν Φαρρ. Πλέον είναι έτοιμος να εκκινήσει το σαδιστικό παιχνίδι του με βοηθό τον Φαρρ. Κι ενώ όλοι αναρωτιούνται για ποιο λόγο προσκαλέστηκαν στο δείπνο βρίσκονται όλοι να είναι ύποπτοι. Σαφέστατα, πρόκειται για μία ξεχωριστή ιστορία για όποιον λατρεύει την Αγκάθα Κρίστι, με σασπένς και φυσικά μυστήριο!

Χριστουγεννιάτικη Ιστορία – Ένα δέντρο, μια φορά του Ευγένιου Τριβιζά

Ο μεγάλος παραμυθάς, Ευγένιος Τριβιζάς έγραψε ίσως την πιο τρυφερή, συναισθηματική και συγκινητική ιστορία των Χριστουγέννων με πρωταγωνιστές δύο πολύ γλυκά πλάσματα, ένα δέντρο και ένα παιδί. Πρόκειται για την ιστορία ενός δέντρου που καιρό στέκει μοναχικό στο ίδιο μέρος και νιώθει παραμελημμένο, αποξενωμένο και δυστυχισμένο ιδίως τις μέρες των γιορτών μιας και κανείς δεν βρέθηκε να το στολίσει. Τα ίδια συναισθήματα βιώνει και ένα μικρό παιδί που ζει σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι μην έχοντας πού αλλού να μείνει ντυμένο με ένα ξεφτισμένο παλτό. Ενώ τα Χριστούγεννα πλησιάζουν, το παιδί σε μια από τις βόλτες του εντελώς τυχαία θα καταλήξει στην περιοχή που ζει το δέντρο. Το δέντρο μιλά και καλεί το παιδί να το στολίσει. Τα έντονα παρακάλιά του συγκινούν το παιδί και έτσι, με αυτοσχέδια στολίδια που βρίσκει στο δρόμο και τα μεταπλάθει, ξεκινά τον στολισμό του δέντρου. Κατά τη διάρκεια του στολισμού το δέντρο εξομολογείται πως σε λίγο καιρό ή θα το ξεριζώσουν ή θα το πελεκήσουν προκειμένου να προεκτείνουν τον δρόμο πάνω στον οποίο ζει. Το παιδί συμμεριζόμενο απόλυτα τη δυστυχία του δέντρου νιώθει τα ίδια συναισθήματα λόγω του επικείμενου γκρεμίσματος του εγκαταλελειμμένου σπιτιού όπου ζει με αποτέλεσμα σε λίγο να μην έχει ούτε και αυτό άλλο μέρος να μείνει κι έτσι κουρνιάζει δίπλα στο δέντρο. Και τότε όλα αλλάζουν. Μια άμαξα, μια πριγκίπισσα και ένας γενειοφόρος αμαξάς σώζουν τα δυο πλάσματα που μόλις είχαν αναπτύξει μια δυνατή φιλία και τους προσφέρουν όλα όσα ονειρεύτηκαν. Η μοναξιά, η δυστυχία, η απελπισία και η μεταστροφή του κλίματος με την είσοδο της μαγείας, του πνεύματος των Χριστουγέννων και της χαράς μαζί με μια δυνατή φιλία που αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια της ιστορίας προκαλούν έντονα συναισθήματα σε μικρούς και μεγάλους. Πρόκειται για μια ιστορία που αξίζει να διαβαστεί από όλους ή να τη δουν όλοι μιας και έχει γίνει και ταινία μικρού μήκους σε σκηνοθεσία Π. Ράππα και μουσική Δ. Παπαδημητρίου.

Ο Παππούς Ευτύχης της Δήμητρας Πυργελή

«Οι ρυτίδες στο µέτωπό µου φανερώνουν
πως ξεµάκρυνα από την πρώτη µου νιότη.
Όσο κι αν µεγάλωσα, δεν έπαψα να χαίροµαι
σαν µικρό παιδί για όλα αυτά που έζησα,
αλλά και να ανυποµονώ για όλα εκείνα που θα ‘ρθουν.
Φέτος δε θέλω να µου φέρεις δώρο.
Θα σε περιµένω εγώ µε δώρα και σου υπόσχοµαι
να µην κλείσουν τα βλέφαρά µου.
Ο παππούς Ευτύχης».
Πρόκειται για ένα εξαιρετικά γλυκό, τρυφερό, ευαίσθητο και νοσταλγικό βιβλίο για μικρά αλλά και…μεγάλα παιδιά, που ίσως θέλουν να εντοπίσουν το καλά κρυμμένο παιδί μέσα τους. Τα παιδιά είναι η πιο αθώα πλευρά της ζωής. Το πιο ανεπιτήδευτο κομμάτι της. Οφείλουμε, όχι μόνο σε μια τέτοια γιορτή αλλά και κατά τη διάρκεια όλης της χρονιάς να τα τιμούμε και να τα πλησιάζουμε. Να ομορφαίνουν τις μέρες μας. Και ας είμαστε σίγουροι, ότι έχουν να μας πουν αλλά και…να μας μάθουν πολλά! Κατάλληλο και προτεινόμενο για την περίοδο αυτήν είναι και Η μικρή μπότα του Αι βασίλη από την ίδια συγγραφέα.

Πηγη https://filologika.gr
 

maik900

Administrator
Motoparea team
Δημοσιεύσεις
26.404
Ηλικία
62
Περιοχή
Αγρινιο
Μοτοσυκλέτα
KAWASAKI ΖΧR 900 1999
MODENAS X CITE 135 2009
Όνομα
ΜΙΧΑΛΗΣ
Περιοχή
ΑΓΡΙΝΙΟ
Γιατί εκεί που υπάρχει Αγάπη, δεν υπάρχει έλλειψη.
Υπάρχει μόνο Ευτυχία και πληρότητα!


"Μία φορά κι έναν καιρό μια γυναίκα φρόντιζε τον κήπο του σπιτιού της, όταν ξαφνικά βλέπει τρεις γέροντες, φορτωμένους με τις εμπειρίες της ζωής, να την πλησιάζουν στην είσοδο του σπιτιού. Παρόλο που δεν τους γνώριζε, τους είπε:
Δεν σας γνωρίζω, όμως πρέπει να πεινάτε. Περάστε, αν θέλετε, να φάτε κάτι.
Αυτοί την ρωτάνε: Ο άντρας σου είναι στο σπίτι; Όχι δεν είναι εδώ, απάντησε εκείνη. Τότε δεν μπορούμε να έρθουμε, της λένε οι γέροντες.
Όταν επέστρεψε ο σύζυγος, η γυναίκα του περίγραψε το περιστατικό. Ας έρθουν, τώρα που επέστρεψα!
Η γυναίκα βγαίνει έξω να προσκαλέσει ξανά τους γέροντες στο τραπέζι, μιας και ήταν ακόμη εκεί. Δεν μπορούμε να ...
έρθουμε όλοι, της λένε οι τρεις γέροντες. Η γυναίκα, έκπληκτη, τους ρωτά γιατί!
Ο πρώτος, λοιπόν, από τους τρεις της εξηγά ξεκινώντας να της συστήνεται: Είμαι ο Πλούτος, της λέει. Της συστήνει, μετά, τον δεύτερο που είναι η Ευτυχία. Και, τέλος, τον τρίτο που είναι η Αγάπη. Τώρα, της λένε, πήγαινε στον άνδρα σου και διαλέξτε ποιος από τους τρεις μας θα έρθει να φάει μαζί σας. Η γυναίκα επιστρέφει στο σπίτι και διηγείται στον άντρα της αυτά που της είπαν οι γέροντες.
Ο άνδρας ενθουσιάζεται και λέει: Τι τυχεροί που είμαστε! Να έρθει ο Πλούτος! Έτσι θα έχουμε όλα όσα επιθυμούμε! Η σύζυγος του όμως δεν συμφωνούσε:
Και γιατί να μην έχουμε τη χαρά της Ευτυχίας; Η κόρη τους που άκουγε από μια γωνιά, τότε, τους λέει: Δε θα ταν καλύτερα να καλούσαμε την Αγάπη; Το σπίτι μας θα είναι πάντα γεμάτο αγάπη! Ας ακούσουμε αυτό που λέει η κόρη μας, λέει ο σύζυγος στη γυναίκα του.
Πήγαινε έξω και πες στην Αγάπη να περάσει στο σπιτικό μας.
Η γυναίκα βγαίνει έξω και ρωτά: Ποιος από εσάς είναι η Αγάπη; Ας έρθει να δειπνήσει μαζί μας.
Η Αγάπη τότε ξεκινά να προχωρά προς το σπίτι και οι δύο άλλοι να τον ακολουθούν! Έκπληκτη η γυναίκα, ρωτά τον Πλούτο και την Ευτυχία: Εγώ κάλεσα μόνο την Αγάπη. Γιατί έρχεστε κι εσείς; Και απαντούν κι οι τρεις γέροντες μαζί:
Αν είχες καλέσει τον Πλούτο ή την Ευτυχία, οι άλλοι δύο θα έμεναν απέξω.
Τώρα όμως που κάλεσες την Αγάπη, όπου πάει η Αγάπη, πάμε κι εμείς μαζί της!​
 

maik900

Administrator
Motoparea team
Δημοσιεύσεις
26.404
Ηλικία
62
Περιοχή
Αγρινιο
Μοτοσυκλέτα
KAWASAKI ΖΧR 900 1999
MODENAS X CITE 135 2009
Όνομα
ΜΙΧΑΛΗΣ
Περιοχή
ΑΓΡΙΝΙΟ
Ένας γιατρός για τον Άγιο Βασίλη (του Δαμιανού Τσιότρα)
agios-basilis-paidi.jpg
Μια φορά κι έναν καιρό, κοντά στην ανταρκτική υπήρχε ένα χωριό που το έλεγαν doublemountain δηλαδή στα ελληνικά Δίλοφο, γιατί ήταν χτισμένο ανάμεσα σε δύο λόφους. Σ’ αυτό το χωριό υπήρχαν μόνο τρία σπίτια. Στα δύο έμεναν δύο αδέρφια με τις οικογένειές τους και στο τρίτο ο παππούς και η γιαγιά. Στο δίλοφο λοιπόν, μια παραμονή πρωτοχρονιάς τα παιδιά των δύο οικογενειών αποφάσισαν να κοιμηθούν στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς. Ο παππούς είχε ανάψει το τζάκι και η γιαγιά είχε βάλει τα κάστανα στη φωτιά να ξεροψήνονται. Ο κυρ Μανώλης μάζεψε τα εγγόνια γύρω του και άρχισε να τους λέει μια χριστουγεννιάτικη ιστορία για μια παραμονή πρωτοχρονιάς, όπου ο άγιος Βασίλης είχε αρρωστήσει. <<Αχ, πες μας παππού>>, είπε η Μαρούλα η μεγαλύτερη εγγονή <<πες μας σε παρακαλώ πως πήραν τα παιδιά τα δώρα τους>>.<< Μα αυτό είναι το θέμα Μαρούλα>> της είπε ο παππούς <<τα παιδιά ξύπνησαν και δώρα δεν υπήρχαν>>.<< Και μετά, μετά τι έγινε τα παιδιά έκλαιγαν;>> Ρώτησε με αγωνία ο μικρότερος της παρέας ο μικρός Γιωργάκης.<< Καθίστε αναπαυτικά να σας πω>> τους είπε ο κυρ Μανώλης και συνέχισε. Τα παιδιά ξύπνησαν και δώρα δεν υπήρχαν πουθενά γιατί έμαθαν λέει, πως ο Άγιος Βασίλης είχε αρρωστήσει. Τα παιδιά τότε μαζεύτηκαν όλα μαζί και δεν κάθισαν με σταυρωμένα τα χέρια, παρά ξεκίνησαν κρυφά από τους γονείς τους να πάνε να βρουν τον Άγιο Βασίλη. Στο δρόμο που πήγαιναν, κάτι παράξενο συνέβη.

Μια Μ 3 καλή μάγισσα παρουσιάστηκε πάνω στη μαγική της σκούπα. <<που πάτε παιδιά μόνα με τέτοιο κρύο>>, τους ρώτησε. <> απάντησαν τα παιδιά με θάρρος. <<Άρρωστος ο Άγιος Βασίλης!!>> είπε με έκπληξη η μάγισσα και συνέχισε <<μα τότε μόνο ένας γιατρός μπορεί να τον κάνει καλά ο διάσημος κύριος Ευριπίδης Αγιατρίδης>> <<και πού μπορούμε να τον βρούμε;>> ρώτησαν με αγωνία τα παιδιά. <<ανεβείτε στη σκούπα μου και φύγαμε>> είπε με αποφασιστικότητα η μάγισσα και αμέσως η σκούπα της άρχισε να μεγαλώνει για να χωρέσουν όλα τα παιδιά. <<κρατηθείτε γερά >> τους είπε και το μαγευτικό ταξίδι ξεκίνησε. Πέταξαν πάνω από την Ευρώπη και μετά από λίγη ώρα προσγειώθηκαν στους πρόποδες του Ολύμπου, στη γιατροχώρα έξω από το σπίτι του κυρίου Αγιατρίδη. Αφού τα παιδιά του εξήγησαν το πρόβλημα τους, εκείνος αναστέναξε λέγοντας <<και του είπα του Αγίου πως αν συνεχίσει να τρώει με λαιμαργία κουραμπιέδες, μελομακάρονα και τις άλλες χριστουγεννιάτικες λιχουδιές θα αρρωστήσει. Αυτός δε μ’ άκουσε και ορίστε τώρα το αποτέλεσμα>>. <<και τώρα τι κάνουμε γιατρέ μου;>> τον ρώτησε η καλή μάγισσα. <<τώρα εσείς επιστρέψτε στο χωριό σας και αφήστε το σε μένα>>. <<μα πως θα καταφέρεις να πας μέχρι εκεί;>> ρώτησαν τα παιδιά <<το σπίτι του Άγιου Βασίλη είναι πολύ μακριά και είναι ήδη πρωτοχρονιά>>. <<μάλλον δεν γνωρίζετε πως ένας Ευριπίδης αγιατρίδης έχει στη διάθεσή του το αγιασθενοφόρο, ειδικά για τέτοια επείγοντα περιστατικά>> απάντησε ο γιατρός και έφυγε βιαστικά, βάζοντας σε μια τσάντα πρόχειρα κάποια γιατρικά. Τα παιδιά ανέβηκαν και πάλι στη μαγική σκούπα της μάγισσας καλής και ξεκίνησαν για το δρόμο της επιστροφής.

Στο δρόμο ένα παράξενο όχημα που πιο 4 πολύ έμοιαζε με διαστημικό, τους προσπέρασε και παραλίγο να χάσουν την ισορροπία τους. Η μάγισσα χαμογέλασε και γυρνώντας στα παιδιά τους είπε <<μάλλον αυτό ήταν το αγιασθενοφόρο του κυρίου αγιατρίδη>> και συνέχισε το δρόμο της. Όταν προσγειώθηκαν στο χωριό τους, τα περισσότερα παιδιά από την πολύ κούραση ήταν έτοιμα να αποκοιμηθούν. Με ένα γλυκό χαμόγελο γεμάτο προσμονή αποχαιρέτησαν τη μάγισσα και πήραν δρόμο για τα κρεβάτια τους. Την άλλη μέρα το πρωί, μια έκπληξη περίμενε όλα τα παιδιά του κόσμου. Τα δώρα των Χριστουγέννων είχαν πάρει τη θέση τους κάτω από τα χριστουγεννιάτικα δέντρα και τα παιδικά γέλια και ξεφωνητά πλημύρισαν τους δρόμους. Μάλιστα, μέσα στο κάθε δώρο βρήκαν και μια επιστολή από κάποιον κύριο αγιατρίδη που πιο πολύ έμοιαζε με συνταγή γιατρού και έλεγε: <<αγαπητά μου παιδιά, μην αφήνετε πολλά μελομακάρονα και κουραμπιέδες στον Αγιοβασίλη γιατί είναι σε ειδική δίαιτα.>> Πολλοί δεν κατάλαβαν τι σημαίνει αυτό, τα παιδιά ήξεραν όμως και βάλαν δυο φορές τα γέλια.<< Άρα ο κύριος Αγιατρίδης το έκανε το θαύμα του>> είπε η Μαρούλα, η μεγάλη εγγονή και ο κυρ Μανώλης χαμογέλασε. <<ναι Μαρούλα τα κατάφερε, όπως τα κατάφερε και η γιαγιά με τα κάστανα>> και η κυρά φανή παρουσιάστηκε, με ένα μπολ γεμάτο ξεροψημένα μοσχομυριστά κάστανα. Στο Δίλοφο της ανταρκτικής εκείνο το βράδυ, τα τέσσερα εγγονάκια μες τη ζεστή θαλπωρή του κυρ Μανώλη και της κυρά Φανής, είδαν τα πιο γλυκά όνειρα με μάγισσες καλές , σκούπες μαγικές, γιατρούς αγίων και διαστημικά ασθενοφόρα. Ήταν θαρρείς για λίγο το κέντρο του κόσμου, εκείνο το μικρό χωριό με τα τρία μόνο σπίτια.
 

maik900

Administrator
Motoparea team
Δημοσιεύσεις
26.404
Ηλικία
62
Περιοχή
Αγρινιο
Μοτοσυκλέτα
KAWASAKI ΖΧR 900 1999
MODENAS X CITE 135 2009
Όνομα
ΜΙΧΑΛΗΣ
Περιοχή
ΑΓΡΙΝΙΟ

Ο θρύλος των Χριστουγέννων που θέλει τα ζώα να αποκτούν την ικανότητα της ομιλίας​




Κάποιοι από τους θρύλους και τις παραδόσεις των Χριστουγέννων είναι αρκετά περίεργοι -όπως, για παράδειγμα, οι τάρανδοι που αψηφούν τη βαρύτητα. Ένας ακόμα -σπάνιος- χριστουγεννιάτικος μύθος είναι ότι τα μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων, τα ζώα μπορούν να μιλήσουν.


Ο θρύλος -συνηθισμένος σε διάφορα μέρη της Ευρώπης- έχει να κάνει εφαρμοστεί τόσο με ζώα φάρμας όσο και με κατοικίδια, και στηρίζεται στην πεποίθηση ότι ο Χριστός γεννήθηκε ακριβώς τα μεσάνυχτα της ημέρας των Χριστουγέννων, κάτι που οδήγησε σε διάφορα υπερφυσικά φαινόμενα. Πολλοί εικάζουν ότι ο μύθος έχει παγανιστικές ρίζες ή μπορεί να έχει μεταμορφωθεί από την πεποίθηση ότι το βόδι και ο γάιδαρος στον στάβλο της Γέννησης προσκύνησαν όταν γεννήθηκε ο Ιησούς. Σε κάθε περίπτωση, από τότε, η ιστορία έχει αποκτήσει τη δική της υπόσταση, με διάφορες παραλλαγές, από γλυκιές έως και τρομακτικές ιστορίες.

Οι παραλλαγές του θρύλου μπορεί να είναι δυσοίωνες για τις παραδόσεις των ημερών. Στην Βρετάνη, για παράδειγμα, υπάρχει μια ιστορία εκδικητικών κατοικίδιων που συνωμοτούσαν εναντίον των αφεντικών τους.

"Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια γυναίκα που λιμοκτονούσε τη γάτα και τον σκύλο της. Τα μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων άκουσε τον σκύλο να λέει στη γάτα, 'Είναι καιρός να στερηθούμε την αφεντικίνα μας, είναι τσιγκούνα. Απόψε, θα έρθουν διαρρήκτες να της κλέψουν τα λεφτά. Και αν φωνάξει, θα της σπάσουν το κεφάλι'.
'Θα είναι μια καλή πράξη', απάντησε η γάτα.
Η γυναίκα τρομοκρατημένη σηκώθηκε να πάει στο σπίτι ενός γείτονα και, ενώ έβγαινε έξω, διαρρήκτες άνοιξαν την πόρτα και όταν φώναξε για βοήθεια της έσπασαν το κεφάλι".

Μια άλλη ιστορία, από τις γερμανικές Άλπεις αυτή, παρουσιάζει ζώα που προμηνύουν το θάνατο των φροντιστών τους.

Την παραμονή των Χριστουγέννων, ένας νεαρός υπηρέτης της φάρμας κρύφτηκε στους στάβλους με την ελπίδα να ακούσει τα ζώα να μιλούν. Και πράγματι άκουσε ένα άλογο να λέει:

"Θα έχουμε σκληρή δουλειά να κάνουμε αυτή την εβδομάδα".
"Ναι, ο υπηρέτης του αγρότη είναι βαρύς", απάντησε ένα άλλο άλογο.
"Και ο δρόμος για την αυλή της εκκλησίας είναι μακρύς και απότομος", λέει ο πρώτος.

Λίγες μέρες αργότερα, ο υπηρέτης πέθανε.

Οι παραλλαγές του μύθου σχετικά με την ειδική ή υπερφυσική συμπεριφορά των ζώων ποικίλουν και δεν δεν έχει ως προϋπόθεση να μιλούν όλα τα ζώα. Στο Sketches of Upper Canada του 1821 του John Howison, ο συγγραφέας αφηγείται έναν ιθαγενή Αμερικανό που του είπε ότι "[Είναι] νύχτα Χριστουγέννων και όλα τα ελάφια γονατίζουν στο Μεγάλο Πνεύμα". Το βιβλίο του William Henderson του 1879 Folk-lore of the Northern Counties of England and their Borders αφηγείται ότι, την παραμονή των Χριστουγέννων, οι μέλισσες δημιουργούν κάτι σαν χορωδία.

Η δύναμη της παραμονής των Χριστουγέννων θέλει μέλισσες να τραγουδούν, κατοικίδια να σκευωρούν, διορατικά άλογα, βόδια που προσεύχονται και πολλά άλλα.

Πηγη https://3otiko.blogspot.com
 

User V

Μαθουσάλας member
Δημοσιεύσεις
12.090
Το τούβλο

Ένας νεαρός και επιτυχημένο στέλεχος εταιρείας, οδηγούσε παραμονή Χριστουγέννων τη νέα του τζάγκουαρ κάπως γρήγορα σε μία γειτονιά όχι και τόσο καλοφήμη. Πρόσεχε μην τυχόν κανένα παιδάκι ξεπροβάλει απότομα ανάμεσα από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Κάποια στιγμή πιστεύοντας πως είδε κάτι να κινείται επιβράδυνε, αντί όμως να εμφανιστεί κάποιο παιδάκι, ένα τούβλο χτύπησε με δύναμη την πλαινή πόρτα της τζάγκουάρ του. Φρέναρε απότομα και κάνοντας όπισθεν κατευθύνθηκε στο σημείο που το τούβλο είχε ριχτεί.
Φανερά θυμωμένος πετάχτηκε έξω από το αυτοκίνητό του, κι έπιασε ένα παιδί που βρήκε κοντά του, το έσπρωξε και το ακούμπησε με την πλάτη σε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο, φωνάζοντας «Γιατί το έκανες αυτό και ποιός είσαι; Τι νομίζεις ότι κάνεις; Αυτό είναι ένα καινούριο αυτοκίνητο και το τούβλο που πέταξες του έκανε μία πολύ ακριβή ζημιά! Γιατί το έκανες»;
Το νεαρό αγόρι απολογητικά του είπε: «Καλά Χριστούγεννα κύριε..σας παρακαλώ.., σας παρακαλώ πολύ... ζητώ συγνώμη, αλλά δεν ήξερα τι άλλο να κάνω! Πέταξα το τούβλο γιατί κανένας δεν σταματούσε.»
Με δάκρυα να κυλάνε στο πρόσωπό του και στο σαγόνι του, το αγοράκι έδειξε πίσω από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο. «Είναι ο αδερφός μου» είπε. «Το αναπηρικό του καροτσάκι αναποδογύρισε στο πεζοδρόμιο, έπεσε απ το καροτσάκι κι εγώ δεν μπορώ να τον σηκώσω».
Το αγόρι ζήτησε από τον νεαρό:
«Θα μπορούσατε σας παρακαλώ να με βοηθήσετε να τον βάλουμε πίσω στο αναπηρικό του καροτσάκι; Είναι χτυπημένος και είναι πολύ βαρύς για να τον σηκώσω μόνος μου».
Ο οδηγός εμβρόντητος, προσπάθησε να συνέλθει, σήκωσε γρήγορα το ανάπηρο αγόρι και το καροτσάκι του, έπειτα πήρε ένα χαρτομάντηλο και περιποιήθηκε πρόχειρα τις πληγές του αγοριού. Με μία ματιά που του έριξε κατάλαβε πως τα τραύματα του παιδιού ήταν επιφανειακά κι όλα θα πήγαιναν καλά.
«Σας ευχαριστώ.. Ο Θεός να σας ευλογεί.. Καλά Χριστούγεννα...» είπε το ευγνώμων αγοράκι στον ξένο. Ο οδηγός ταραγμένος ακόμη, απλά κοιτούσε το αγοράκι να σπρώχνει το καροτσάκι με τον αδερφό του πάνω στο πεζοδρόμιο πηγαίνοντας για το σπίτι τους.
Γύρισε προς τη τζάγκουάρ του αργά. Η ζημιά στο αυτοκίνητο ήταν εμφανέστατη αλλά ο νεαρός ποτέ δεν μπήκε στην διαδικασία να την επιδιορθώσει. Άφησε τη ζημιά να υπάρχει για να του θυμίζει το μήνυμα «Μην ζεις τη ζωή σου τόσο γρήγορα έτσι ώστε να αναγκάζεις τον άλλον να σου πετάξει ένα τούβλο για να τραβήξει την προσοχή σου»!
Ο Θεός ψιθυρίζει στις ψυχές μας και μιλά στις καρδιές μας. Μερικές φορές όταν δεν έχουμε χρόνο να ακούσουμε, είναι αναγκασμένος να μας πετάξει ένα τούβλο! Είναι επιλογή μας να ακούμε η όχι!
 

maik900

Administrator
Motoparea team
Δημοσιεύσεις
26.404
Ηλικία
62
Περιοχή
Αγρινιο
Μοτοσυκλέτα
KAWASAKI ΖΧR 900 1999
MODENAS X CITE 135 2009
Όνομα
ΜΙΧΑΛΗΣ
Περιοχή
ΑΓΡΙΝΙΟ

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΟΥ (ΔΙΗΓΗΜΑ)​


Διαβαστε το καταπληκτικο Praising

unnamed.jpg

“Ζευγάρι σε μοτοσυκλέτα”, ελαιογραφία σε καμβά, Γιώργος Σταθόπουλος 2007

A “POST CHRISTMAS” SHORT STORY

O Θανάσης έριξε ένα ακόμα βλέμμα στο δρόμο, έξω απο τη βιτρίνα, και στη συνέχεια κοίταξε γύρω του, στο μισοφωτισμένο μαγαζί. Τα ρούχα κρέμονταν, όλα μαύρα-κατάμαυρα απο τις κρεμάστρες, και τα κράνη, παρατεταγμένα στα ράφια, έφταναν σειρές-σειρές μέχρι το ταβάνι όπου τα φανταχτερά τους χρώματα έσβηναν στις σκιές. -“Καλύτερα”, σκέφτηκε ο Θανάσης. -“Εκεί ψηλά δεν φαίνεται η σκόνη που έχουν μαζέψει. Φτάνει να μη μου ζητήσει κανείς να του τα κατεβάσω”.

Αλλά θα ήταν πράγματι τύχη και χαρά μεγάλη το να βρισκόταν κάποιος να ζητησει ένα κράνος, έστω και απο τα σκονισμένα της επάνω σειράς. Και εδώ που τα λέμε, μακάρι να έμπαινε πελάτης στο μαγαζί, που χρονιάρες μέρες φαινόταν καπως παράταιρο στον ολόφωτο, όλο κίνηση δρόμο, παρ’ ότι κράταγε όλη μέρα την πόρτα του ανοιχτή, την (κάπως ξεθωριασμένη) παλιομοδίτικη ταμπέλα αναμμένη και δυό σειρές πολυχρωμα φωτάκια μαζί με μερικά σκόρπια κλαδιά απο έλατο να προσπαθούν να δωσουν μια γιορταστική όψη στις βιτρίνες του.

Η καρέκλα έτριξε καθώς ο Θανάσης γύρισε στο πλάϊ, και λίγο έλειψε να πέσει καθώς μόλις την τελευταία στιγμή θυμήθηκε την σπασμένη της βάση. Σηκώθηκε και της έδωσε μια σπρωξιά με το πόδι, κι εκείνη κύλησε λίγο πιο πέρα, τρίζοντας πάνω στα σκουριασμένα ροδάκια της. Κι αυτή ήταν ένα απο τα πολλά που έπρεπε να αλλάξει, και μάλλον δεν θα άλλαζε ποτέ. Του την είχαν κάνει δώρο, τότε, κάποτε, που όλα ήταν “στα πάνω τους”. Ξύλινα πόδια και λουστραρισμένος σκελετός, ψηλή “διευθυντική” πλάτη και καφέ δερμα, που τώρα ήταν ξηλωμένο στις ραφές και είχε βάλει απο πάνω ένα λεπτό μαξιλάρι για να μην φαίνεται. Μήπως όμως ήταν το μοναδικό που ήθελε πέταμα εκεί μέσα; Το γραφείο, τεράστιο, με χτυπήματα εδώ κι εκεί, και ένα βουνό απο χαρτιά, φυλλάδια, τιμολόγια, μολύβια, τασάκια, που όλο τα τακτοποιούσε και όλο ανάκατα ήταν. Ολόγυρα, κι άλλα χαρτιά, στίβες περιοδικών και ένα σωρό άχρηστα πράγματα μαζί με μερικά χαρτόκουτα. Μπροστά απο το γραφείο δύο πολυθρόνες, αυτές ήταν σε καλύτερη κατάσταση γιατί σπάνια καθόταν κάποιος εκεί. Όλοι έμεναν όρθιοι, στην αρχή για να δοκιμάζουν τα μπουφάν και στη συνέχεια να τα πληρώσουν. Ναι, κάποτε είχε δουλειά. Κόσμος έμπαινε κι έβγαινε, τα παιδιά απο τους προμηθευτές έφταναν συνεχώς με καινούργιες παραγγελίες, κάθε Παρασκευή ήταν σωστός στις πληρωμές –δεν υπήρχαν Τράπεζες και e-banking τότε, και γινόταν παρέλαση απο εισπράκτορες στο τέλος της εβδομάδας- και έφτασε στο σημείο να πάρει και υπάλληλο, στέλνοντας τη γυναίκα του, επι τέλους, πιό νωρίς στο σπίτι κάθε μεσημέρι.

Ο Χρήστος ήταν πολύ νέος στην ηλικία, μικροκαμωμένος, λιγνός, με πυκνά μαύρα φουντωτά μαλλιά, ένα σκόρπιο αραιό μουστακάκι που το έλεγες και χνούδι στο επάνω χείλος, και ανοιχτογάλαζα μάτια. Είχε μπει στο μαγαζί ένα απόγευμα, και είχε μείνει καρφωμένος για πολλή ώρα μπροστά στη βιτρίνα με τα “καλά” κράνη. Ο Θανάσης με τη γυναίκα του εξυπηρετούσαν εκείνη την ώρα ένα ζευγαρι που παζάρευε δύο ακριβά μπουφάν, και αγνόησαν τον πιτσιρικά. Μόνο αφού οι πελάτες είχαν φύγει, τον είδαν να κάθεται ακόμα και να περιμένει, εκεί μπροστά στη βιτρίνα.

-“ Πόσο κάνει το κόκκινο κράνος με την σημαία;”, ρώτησε κατ’ευθείαν, με κάπως παράξενη προφορά στη βραχνή φωνή του.

-”Εξακόσια εικοσιπέντε Ευρώ”, του είπε χαμογελαστά η γυναίκα του Θανάση, “είναι ξέρεις το κράνος που φοράει ο Σάμμυ στο Παγκόσμιο, και…”

-”Έχεις τίποτα δουλειές να σου κάνω για πληρωμή;”, την έκοψε το παιδί, γυρνώντας προς τον Θανάση.-” Θα έρχομαι να δουλεύω κάθε πρωϊ, και θα μου δώσεις το κράνος αντί για χρήματα”.

Ο Θανάσης κοίταξε τη γυναίκα του, εκείνη του έκανε “όχι” με το βλέμμα, αλλά αυτός είχε την περιέργεια να ρωτήσει παραπάνω πράγματα, γιατί τον είχε ξαφνιάσει η αμεσότητα του παρά λίγο πελάτη του:

-“ Απο που είσαι, που μένεις, πως σε λένε και τι ξέρεις να κάνεις;”, πυροβόλησε τον νεαρό.

-“Από Βόρειο Ήπειρο, με λένε Χρήστο, μένω σε ένα συγγενή και μπορώ να τα κάνω όλα!”, ήρθε η απάντηση.

Κάτι γύρισε τότε στο μυαλό του Θανάση, που φτωχόπαιδο κι αυτός, θυμήθηκε τα “όχι” που τον έτσουζαν σαν βουρδουλιές, κάθε φορά που τόλμαγε να ζητήσει δουλειά σε κάποιο απο τα μεγάλα εμπορικά μαγαζιά της επαρχιακής πόλης του. Τον έκοβαν καλά καλά, έβλεπαν τα ρούχα του και το μαζεμένο, φοβισμένο παρουσιαστικό του, και δεν του έριχναν δεύτερη ματιά.

-“Δεν έχει τίποτα για σένα εδώ” του έλεγαν, και τον είχαν ξεχάσει κιόλας μέχρι να βγεί απο την πόρτα πισωπατώντας σα να είχε δεχτεί γροθιά. Και σάμπως με γροθιές στην παιδική ψυχή του δεν έμοιαζαν τα απανωτά όχι που μάζευε, και που τον είχαν καταδικάσει να κάνει τον “μικρό” στο καφενείο ενός μακρινού συγγενή, μέχρι που μεγάλωσε, ψήλωσε, έγινε κοντά δύο μέτρα άντρας, και πάλι “μικρό” τον φωνάζαν οι θαμώνες; Καλά που είχε το κουράγιο να παρατήσει και σπίτι και μάνα και αδέλφια, κι έφυγε, πήγε στη μεγάλη πόλη, άλλαξε είκοσι δουλειές, αγάπησε τα μηχανάκια, έμαθε καλά τη δουλειά με τα ντυσίματα, τα δερμάτινα και τα κράνη (το πρώτο που έμαθε είναι το πόσο ακριβά είναι πρόθυμος να τα πληρώσει ο μοτοσυκλετιστής, αν του αρέσουν), και λίγο απο ικανότητα λίγο απο τύχη, ήταν απο τους πρώτους που άνοιξε μαγαζί στον δρόμο που, αργότερα και με τα χρόνια, έμελλε να γίνει ”πέρασμα” και “πιάτσα” της μοτοσυκλέτας.

…-“Δεν μπορούμε να σε πάρουμε αγόρι μου, δεν έχουμε τόση δουλειά για υπάλληλο”, άκουσε τη γυναίκα του να λέει στο παιδί, αλλά αυτός δεν έφυγε, είχε μείνει εκεί, δίπλα στα κράνη, και τον κάρφωνε με ένα βλέμμα που ήταν όλο μια ερώτηση. Η αλήθεια είναι ότι είχαν πολλή δουλειά, είχε βαρεθεί να πηγαίνει και να φέρνει μόνος του τις παραγγελίες, αμέτρητα πέρα δώθε στους προμηθευτές και στα Πρακτορεία. Η δουλειά είχε μεγαλώσει γιατί την φρόντιζε όμορφα, διάλεγε καλά κομμάτια, συμφωνούσε καλές τιμές με τους εισαγωγείς, πλήρωνε μετρητά (δεν είχε ποτέ του βγάλει μπλοκ επιταγών, το έλεγε και δεν το πίστευαν!), και δεν κράταγε στοκ. Είχε δείγματα απο κάθε μοντέλο κράνους ή ρούχου, και με το που συμφωνούσε ο πελάτης (στις πολύ καλές τιμές που έκανε, μέτραγε και το χαμόγελό του γιατί ήταν συμπαθητικός τύπος), μέσα σε ένα δεκάλεπτο είχε πεταχτεί, αυτός ή η γυναίκα του, στον αντιπρόσωπο και γύριζε με το εμπόρευμα έτοιμο. Σιγά σιγά άρχισε να στέλνει και επαρχία, σε άτομα αλλά και σε μαγαζιά που για τον Χ ή Ψ λόγο δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να πάρουν κατ’ ευθείαν από τον εισαγωγέα. Ναι, πώς δεν ήθελε ένα υπάλληλο, για να μένει αυτός στο μαγαζί, και να μπορέσει να γυρίζει και η Γιάννα στο σπίτι απο το μεσημέρι –ο ίδιος κόντευε τα σαράντα, αυτή πατούσε τα τριανταδύο, τους είχε φάει η δουλειά και καιρός ήταν να μεγαλώσουν την οικογένεια.

-“Έλα αύριο και τα ξαναλέμε”, είπε στον Χρήστο, που δεν είχε κουνηθεί ούτε χιλιοστό απο τη θέση του περιμένοντας να ακούσει την απόφαση του νέου του αφεντικού. -“Α, για πες μου, μηχανάκι οδηγάς; Έχεις δικό σου μηπως; Με τι είσαι εδώ;”, πρόσθεσε και κύταξε έξω στο δρομο μήπως δει κατι που να ταίριαζε με την ταλαιπωρημένη αλλά περήφανη στάση του παιδιού.

-“Να οδηγώ ξέρω, και μηχανάκι θα βρώ”, απάντησε εκείνος, και έκανε να φύγει. Στη πόρτα κοντοσταθηκε, γύρισε, μουρμούρισε κάτι που έμοιαζε με “ευχαριστώ”, και μετά χάθηκε στο δρόμο.

Αυτά όμως είχαν γίνει πριν απο πολύ καιρό, πριν απο πολλά χρόνια, και τώρα είχαν περάσει τα Χριστούγεννα με μια μιζέρια που δεν πίστευε ότι θα ξαναζήσει απο τοτε που, έφηβος, είχε φύγει από το πατρικό του, σε εκείνη την “Πρωτευούσα Νομού” της Πελοποννήσου. Κάθε πρωί έτρεμαν μην τους κόψουν το απλήρωτο ρεύμα στο σπίτι και στο μαγαζί, τα ψώνια έφταναν ίσα ίσα για να υπάρχει ένα πιάτο φαγητό γι’ αυτούς και τα παιδιά (που δεν είχαν καταλάβει, ακόμα, τίποτα), και οι απλήρωτες δόσεις απο τα δάνεια, η πίεση απο τους ανοιχτούς λογαριασμούς, ο τρόμος απο τα μαζεμένα ενοίκια και οι κατασχέσεις όλων των λογαριασμών απο τους φόρους και τα ταμεία που εδώ και πολλούς μήνες μαζεύονταν σε κλειστά φάκελλα πάνω στο γραφείο, είχαν δημιουργήσει μια αδιεξοδη κατάσταση, μια ατμόσφαιρα βαριά, μια ψυχολογία θανάτου.

Ο Θανάσης σηκώθηκε και πήγε στη πόρτα. Κοίταξε απέναντι, στο ολόφωτο, μεγάλο, βαρυφορτωμένο κατάστημα ενός, απο τους πολλούς, συναδέλφους του μεγάλου δρόμου, που όλοι πάνω-κάτω πούλαγαν τα ίδια πράγματα. Άλλαζαν οι φίρμες, τα χρώματα, οι τιμές, αλλά αυτός ήξερε τη δουλειά, ήξερε ότι όλα πάνω κάτω ήταν τα ίδια. Εμπαινε συνεχεια κόσμος, και έβγαινε μετά απο λίγο με μεγάλες σακούλες. -“Ποιά κρίση, το φιλότιμό μου…”, μονολόγησε. Έτσι έλεγε στον εαυτό του στην αρχή (αφού είχε ξεκινήσει ο κατήφορος). Ότι έφταιγε η κρίση, και ότι η αγορά θα άνοιγε (λες και ήταν κονσερβα!), και ότι θα ρεφάριζε τις ζημιές, και ότι δεν έπρεπε να κλείσει το μαγαζί μετά απο τόση επιτυχία. Κουταμάρες… Έμεινε ακίνητος για λίγο βλέποντας αφηρημένα τα αυτοκίνητα να περνούν ασταμάτητα, και σκέφτηκε μελαγχολικά ότι είχε φτάσει στο τέλος: Το χαρτί της εξωσης ήταν ξεκάθαρο: Μέχρι τις 30 Δεκεμβρίου το πολύ έπρεπε να έχει αδειάσει τον χώρο, διαφορετικά ο ιδιοκτήτης θα τον σφράγιζε με κλητήρες, κλειδαράδες και την αστυνομία. Θα έχανε τα πάντα. Δουλειά, μαγαζί και “όνομα”. Εκεί σταματούσε το μυαλό του, μη μπορώντας να σκεφτεί παρακάτω. Έτσι μηχανικά είχε παραλάβει και την απόφαση του δικαστηρίου για την έξωση -δεν είχε χρήματα να βάλει δικηγόρο μήπως και κέρδιζε λίγο χρόνο, άσε που δεν πίστευε πιά σε τίποτα, κι έκατσε παθητικά να παρακολουθεί το τέλος του, σαν να ήταν το τέλος κάποιου άλλου.

Αύριο, ξημέρωνε η 30η.

Δεν το είχε πει στη Γιάννα.

Δεν του είχε μείνει ούτε αμάξι ούτε μηχανή για να πουλήσει, και ποτέ του δεν θα πήγαινε σε κανένα να ζητήσει βοήθεια, ούτε φωτιά για να ανάψει το τσιγάρο του που λένε.

Συνεχιζεται .....

Πηγη www.motosport.com.gr
 
Τελευταία επεξεργασία:

maik900

Administrator
Motoparea team
Δημοσιεύσεις
26.404
Ηλικία
62
Περιοχή
Αγρινιο
Μοτοσυκλέτα
KAWASAKI ΖΧR 900 1999
MODENAS X CITE 135 2009
Όνομα
ΜΙΧΑΛΗΣ
Περιοχή
ΑΓΡΙΝΙΟ
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΟΥ (ΔΙΗΓΗΜΑ)

-“Ποιά κρίση…”, μουρμούρισε και πάλι, και άθελά του το βλέμμα του πέταξε στη μαύρη τρύπα που οδηγούσε στη σκάλα του υπογείου, στον χώρο που βρισκόταν τακτοποιημένος ο λόγος της καταστροφής του, και που δεν κατέβαινε πια παρά μόνο για την τουαλέτα, αποφεύγοντας να ανάψει το μεγάλο φως για να μην β,επει τις στοίβες με τα αμέτρητα κουτιά που έφταναν μέχρι το ταβάνι. Ξανάκατσε στη φθαρμένη διευθυντική του πολυθρόνα, προσεκτικά μην πέσει προς τα πίσω απο το σπασμένο ελατήριο της ανάκλισης, και κάρφωσε με τα μάτια μια σελίδα-οπισθόφυλλο ενός περιοδικού μοτοσυκλέτας που ξέφευγε απο την πρόχειρη στίβα, με μια πολύχρωμη, εντυπωσιακή διαφημιση και το όνομά του φαρδιά πλατιά στο κάτω μέρος: Θανάσης Τάδε, Αντιπρόσωπος-Εισαγωγέας.

-“Ποια κρίση, το κέρατό μου…”, μουρμούρισε, και συνέχισε να περιμένει μάταια τους πελάτες που περνούσαν απ’έξω και πήγαιναν όλοι καρφωτοί ή στον διπλανό ή στον απέναντι…

Ο Χρήστος, ή “ο Αλβανός” όπως τον έλεγαν οι προμηθευτές που τον έστελνε, είχε αποδειχθεί καλός βοηθός, αν και λίγο παράξενος. Η Γιάννα δεν τον ήθελε απο την αρχή, γιατί έλεγε ότι δεν ξέρουν τίποτε γι’ αυτόν, ούτε που μένει, ούτε αν έχει συγγενείς, ούτε και αν είναι αληθινό το όνομά του. Τους είχε παρουσιάσει, φυσικά, ένα διαβατήριο, αλλά τι πάει να πει; Οποιος ήθελε εύκολα προμηθευόταν ένα Αλβανικό διαβατήριο εκείνες τις μέρες. Τα Ελληνικά ήταν το πρόβλημα! Αλλά και ο Θανάσης κάτι άρχισε να υποψιάζεται όταν πρότεινε στον μικρό να τον βάλει στo IKA (η αλήθεια είναι ότι φοβήθηκε μη γίνει έλεγχος με βαρυ πρόστιμο) και ο Χρήστος αρνήθηκε με πάθος: -“Οχι, σε παρακαλώ”, του είπε. -“Δίνε μου παραπάνω χρήματα αν θέλεις, αλλά όχι στο ΙΚΑ, τι να το κάνω; Δεν θα μείνω για πάντα εδώ ξέρεις”.

Μια μέρα, ο Χρηστος ήρθε στη δουλειά με μια ολοκαίνουργια μοτοσυκλέτα. Είπε ότι ήταν ενός φίλου του, αλλά ο Θανάσης δεν τον πίστεψε, κι αυτός δεν την εμφάνισε ξανά. Μιά άλλη φορά, αγόρασε απο το μαγαζί μια πανάκριβη δερμάτινη φόρμα, πάντα πατσίζοντας τα μεροκάματά του. -“Τι την θές τη φόρμα βρε παιδάκι μου; Για το σκουτεράκι σου, ή μήπως για τη… μοτοσυκλέτα του φίλου σου;”, τον ρώτησε ο Θανάσης, αλλά απάντηση δεν πήρε. Εκείνο τον καιρό βεβαια είχε αλλού το μυαλό του και δεν τον πολυένοιαζε το κάνει ο υπάλληλος, φτάνει που του ήταν πιστός και δούλευε σκληρά και τίμια. Γιατί μετά απο πολλά χρόνια, και με την αγορά να ανεβαίνει και να δυναμώνει συνεχώς, ο Θανάσης αποφάσισε να κάνει το μεγάλο βήμα “και να δουλέψει για τον εαυτό του”, δηλαδή να φέρει ο ίδιος τη δική του αντιπροσωπεία με κράνη και να έχει το εισαγωγικό κέρδος, όχι πια μόνο την προμήθεια. Το μελέτησε, πήγε σε διεθνείς εκθέσεις, ταξίδεψε σε δυό τρείς χώρες, και δίνοντας ό,τι είχε και δεν είχε μαζέψει (για το σπίτι που ποτέ δεν αγόρασε με τη γυναίκα του) μαζί με ένα σοβαρό δάνειο απο μια πρόθυμη Τράπεζα, φόρτωσε μιά τεράστια παραγγελία, που έφτασε ένα απόγευμα στο μαγαζί με μια νταλίκα που έκλεισε το δρόμο, και ξεφόρτωναν μέχρι αργά το βράδυ μαζί με τον Χρήστο.

Το άλλο πρωϊ όμως, ο Χρήστος δεν φάνηκε. Ο Θανάσης πήγε κατά τις εννιά, όπως πάντα, και τα ρολλά ήταν ακόμα κατεβασμένα με τα λουκέτα στη θέση τους. Τέσσερα χρόνια δεν είχε λείψει ούτε μία μέρα ο Χρήστος. “Ρολόϊ” σωστό, απο το πρωϊ μέχρι το βράδυ, έξη μέρες την εβδομάδα, και τώρα άφαντος και δεν απαντούσε στο κινητό που καλούσε ασταμάτητα. Δεν πέρασε μια ώρα, και δύο αξύριστοι τύποι με κάτι φτηνιάρικα δερμάτινα πολιτικά μπουφανάκια μπήκαν στο μαγαζί:

-“ Καλημέρα, είστε ο κ. Τάδε;”

-“Ναι, εγώ”

-“Τον Ντόριαν Βλάχου τον ξέρετε;”, του λένε, και του δείχνουν μια φωτογραφία του Χρήστου ανφάς προφίλ απο τη Σήμανση! Κόκκαλο ο Θανάσης:

-“Μα αυτόν τον λένε Χρήστο, τον ξέρω χρόνια, φιλαράκι, με βοηθάει στο μαγαζί καμμια φορά, και…”

-“Κύριέ μου, λέγεται Βλάχου Ντόριαν, είναι Αλβανός, δυνατός κακοποιός απο σπείρα που παρακολουθούμε μήνες και τους συλλάβαμε όλους χτες, δηλαδή τους περισσότερους, πάνω σε μεγάλη δουλειά. Πηγαίνουν οπλισμένοι και χτυπάνε επιχειρήσεις τη νυχτα. Δένουν τους φύλακες και σηκώνουν τα πάντα απο εργοστάσια και μεγάλα μαγαζιά, τα φορτώνουν και τα στέλνουν εκτός Ελλάδας, σε Αλβανία, Σκόπια, Κόσσοβο, Κροατία, Βουλγαρία, με νταλίκες ή πλοία απο την Ελευσίνα, κανονικά με χαρτιά και τιμολόγια, πλαστά αλλά φαινομενικά νομότυπα. Θα σας χρειαστούμε στην Ασφάλεια αμέσως. Δεν σας συλλαμβάνουμε, αλλά πρέπει να ερωτηθείτε για πολλά και θα δούμε τι θα μας πείτε”.

Ο Θανάσης πήρε τηλεφωνο στο σπίτι και είπε στη Γιάννα ότι έπρεπε επειγόντως να πάει στην Τράπεζα. -“Ελα κράτα το μαγαζί και περίμενέ με. Πάρε και τα παιδιά αν δεν μπορεί να τα φυλάξει η φίλη σου απο δίπλα”.

Στην Ασφάλεια ζήτησε να δει τον Χρήστο. Του το επέτρεψαν, εκεί στο γραφείο του αρχιφύλακα, όπως τον είχαν σε μια καρέκλα με τις χειροπέδες. Σήκωσε τα μάτια θαρρετά ο Αλβανός και τον κοίταξε. –“Ρέ Χρήστο, έτσι είπαμε ρε;”, μουρμούρισε στενοχωρημένος ο Θανάσης. Ο άλλος δεν ντράπηκε: – “Σε σένα ήμουνα σωστός. Δεν ήμουνα; Άσε για τα δικά μου να καθαρίσω μόνος μου. Και σε ευχαριστώ που με πήρες και που με κράτησες. Δεν το ξέχασα και δεν θα το ξεχάσω ποτέ μου. Πες στη Γιάννα, όταν το μάθει, να με συγχωρέσει. Αυτή, τη ντρεπομαι”.

Ο Θανάσης πήγε και βρήκε ένα δικηγόρο ποινικού δικαίου να αναλάβει με έξοδά του την υπόθεση, έστειλε και χρήματα στον Χρήστο που ήταν προφυλακισμένος, αλλά αυτός δεν τα πήρε και του τα γύρισε πίσω. Έμαθε πότε θα γινόταν η δίκη, και κανόνισε να πάει σαν μάρτυρας υπεράσπισης, παρ’ ότι μέσα του δεν το καταλάβαινε απόλυτα: “Πας να υπερασπίσεις έναν που έμπαινε και άρπαζε περιουσίες, απειλούσε ανθρώπους του μεροκάματου και τους άφηνε δεμένους να βογκάνε;”, έλεγε στον εαυτό του. -“Δεν έχεις το δικαίωμα αυτό, απέναντι στη κοινωνία”. Και μετά, σκεφτόταν ότι θα μίλαγε μόνο για τα όσα ηξερε αυτός για τον “Χρήστο -Ντόριαν”, που ήταν μόνο καλά. Ας αποφάσιζαν οι δικαστές. Κάθε άνθρωπος έχει και μια καλή πλευρά, που ίσως και να παλεύει να επικρατήσει. Δεν θα γινόταν αυτός ο κριτής του.

Στη δίκη, γινόταν χαμός. ‘Επιασε μια ματιά του Χρήστου (δεν μπορούσε να τον συνηθίσει σαν Ντόριαν) και κατάλαβε ότι ο Αλβανός πρέπει να ένιωσε τεράστια έκπληξη που τον είδε. Δεν μίλησαν καθόλου. Οι άλλοι συγκατηγορούμενοί του, ανάμεσά τους και δυό Έλληνες, είχαν ένα στρατό μάρτυρες ο καθένας, τόσο ψεύτικους και βαλτούς ώστε ούτε τα ονόματά τους δεν είχαν αποστηθίσει καλά καλά, και ο Πρόεδρος τους έκοβε και τους έδιωχνε πριν τελειώσουν, παρά τις διαμαρτυρίες των συνηγόρων, απειλώντας ότι θα τους παραπέμψει για ψευδομαρτυρία. Όταν ήρθε η σειρά του Θανάση, πλησίασε την έδρα και είπε όσα ήξερε για τον “Χρήστο”. Που ήταν όλα μόνο καλά: -“Σωστός, δουλευτής, τίμιος, πιστός στο μαγαζί, εμπιστοσύνης, είχε τα κλειδιά, του άφηνα το ταμείο, τον έστελνα να πηγαινοφέρνει με το αμάξι τα παιδιά μου”. Τον κοίταξε καλά καλά ο Πρόεδρος πάνω απο τα γυαλιά του, και του είπε ξερά ότι μπορεί να πηγαίνει, πριν καν αρχίσει να τον ρωτάει διάφορα ο δικηγόρος. Και φαίνεται ότι τον πίστεψε, γιατί ο Χρήστος, ή Ντόριαν πιο σωστά, ήταν ο μόνος απο τη συμμορία που του αναγνωρίστηκε ελαφρυντικό, και η ποινή που πρότεινε ο Εισαγγελέας και μείωσε ακόμα περισσότερο ο Πρόεδρος, ήταν η χαμηλότερη όλων. Τον έστειλαν να την εκτίσει στις φυλακές Κέρκυρας, και ο Θανάσης δεν άκουσε ξανά τίποτα γι’ αυτόν.

Δυό τρείς μέρες μετά, η Ελλάδα πτώχευσε. Και άρχισε ο πραγματικός εφιάλτης για τον Θανάση…

Στην αρχή, που ο κόσμος δεν είχε καταλάβει τι τον είχε χτυπήσει, κάτι πήγε να κουνηθεί με τα καινούργια κράνη, παρά την κατηφόρα που πήρε η οικονομία. Εβαλε διαφημίσεις, έδωσε και κράνη μαζί με λίγα μετρητά για έξοδα συμμετοχής σε κάτι παιδιά που έτρεχαν στο Μoto Cross και στην πίστα, και τέλος πήρε τηλέφωνο όλους τους πελάτες του απο την Επαρχία και τους ζήτησε να του βάλουν μια παραγγελία απο τα δικά του κράνη. Εκείνοι όμως, δεν ήταν καθόλου πρόθυμοι, παρ’ ότι αυτός τους είχε βοηθήσει τόσες φορές:

-“Άκου Θανάση”, του έλεγαν , -“Αλλο το επώνυμο κράνος που πουλάει μόνο του, κι άλλο το δικό σου. Άμα θέλεις, στείλε μας παρακαταθήκη μια σειρά μοντέλα σε όλα τα νούμερα, και θα τα σπρώξουμε, όσο μπορούμε”. Τι να κάνει ο Θανάσης, έστειλε κράνη εδώ κι εκεί σε όλη την Ελλάδα με δελτία αποστολής, και περίμενε μάταια να του τα πληρώσουν. Ή τουλάχιστον να του ζητησουν να τα τιμολογήσει. ‘Επαιρνε κάθε τόσο τηλέφωνο, και ρωτούσε τα μαγαζιά στις διάφορες πόλεις: -“Τι έγινε αδερφέ, έδωσες κανένα κράνος;”. Οι απαντήσεις ήταν ταυτόσημα αρνητικές απο παντού: -“Δεν τα ζητάνε Θανάση μου, δεν φεύγουν, και τώρα ήρθαν νέα χρώματα απο τους άλλους και θέλουν αυτά”. Παίρνει κι αυτός μια Δευτέρα το αμάξι, και φεύγει για την επαρχία. Στο πρώτο μεγάλο μαγαζί που μπήκε, ο έμπορος τον υποδέχτηκε με νευρικό χαμόγελο, αλλά τα κράνη πουθενά!

-“Που τάχεις τα κράνη μου βρε παλληκάρι; Έτσι είπαμε; Κρυμμένα τάχεις; ”

Συνεχιζεται .....

Πηγη www.motosport.com.gr
 

maik900

Administrator
Motoparea team
Δημοσιεύσεις
26.404
Ηλικία
62
Περιοχή
Αγρινιο
Μοτοσυκλέτα
KAWASAKI ΖΧR 900 1999
MODENAS X CITE 135 2009
Όνομα
ΜΙΧΑΛΗΣ
Περιοχή
ΑΓΡΙΝΙΟ
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΟΥ (ΔΙΗΓΗΜΑ)

-“Ποιά κρίση…”, μουρμούρισε και πάλι, και άθελά του το βλέμμα του πέταξε στη μαύρη τρύπα που οδηγούσε στη σκάλα του υπογείου, στον χώρο που βρισκόταν τακτοποιημένος ο λόγος της καταστροφής του, και που δεν κατέβαινε πια παρά μόνο για την τουαλέτα, αποφεύγοντας να ανάψει το μεγάλο φως για να μην β,επει τις στοίβες με τα αμέτρητα κουτιά που έφταναν μέχρι το ταβάνι. Ξανάκατσε στη φθαρμένη διευθυντική του πολυθρόνα, προσεκτικά μην πέσει προς τα πίσω απο το σπασμένο ελατήριο της ανάκλισης, και κάρφωσε με τα μάτια μια σελίδα-οπισθόφυλλο ενός περιοδικού μοτοσυκλέτας που ξέφευγε απο την πρόχειρη στίβα, με μια πολύχρωμη, εντυπωσιακή διαφημιση και το όνομά του φαρδιά πλατιά στο κάτω μέρος: Θανάσης Τάδε, Αντιπρόσωπος-Εισαγωγέας.

-“Ποια κρίση, το κέρατό μου…”, μουρμούρισε, και συνέχισε να περιμένει μάταια τους πελάτες που περνούσαν απ’έξω και πήγαιναν όλοι καρφωτοί ή στον διπλανό ή στον απέναντι…

Ο Χρήστος, ή “ο Αλβανός” όπως τον έλεγαν οι προμηθευτές που τον έστελνε, είχε αποδειχθεί καλός βοηθός, αν και λίγο παράξενος. Η Γιάννα δεν τον ήθελε απο την αρχή, γιατί έλεγε ότι δεν ξέρουν τίποτε γι’ αυτόν, ούτε που μένει, ούτε αν έχει συγγενείς, ούτε και αν είναι αληθινό το όνομά του. Τους είχε παρουσιάσει, φυσικά, ένα διαβατήριο, αλλά τι πάει να πει; Οποιος ήθελε εύκολα προμηθευόταν ένα Αλβανικό διαβατήριο εκείνες τις μέρες. Τα Ελληνικά ήταν το πρόβλημα! Αλλά και ο Θανάσης κάτι άρχισε να υποψιάζεται όταν πρότεινε στον μικρό να τον βάλει στo IKA (η αλήθεια είναι ότι φοβήθηκε μη γίνει έλεγχος με βαρυ πρόστιμο) και ο Χρήστος αρνήθηκε με πάθος: -“Οχι, σε παρακαλώ”, του είπε. -“Δίνε μου παραπάνω χρήματα αν θέλεις, αλλά όχι στο ΙΚΑ, τι να το κάνω; Δεν θα μείνω για πάντα εδώ ξέρεις”.

Μια μέρα, ο Χρηστος ήρθε στη δουλειά με μια ολοκαίνουργια μοτοσυκλέτα. Είπε ότι ήταν ενός φίλου του, αλλά ο Θανάσης δεν τον πίστεψε, κι αυτός δεν την εμφάνισε ξανά. Μιά άλλη φορά, αγόρασε απο το μαγαζί μια πανάκριβη δερμάτινη φόρμα, πάντα πατσίζοντας τα μεροκάματά του. -“Τι την θές τη φόρμα βρε παιδάκι μου; Για το σκουτεράκι σου, ή μήπως για τη… μοτοσυκλέτα του φίλου σου;”, τον ρώτησε ο Θανάσης, αλλά απάντηση δεν πήρε. Εκείνο τον καιρό βεβαια είχε αλλού το μυαλό του και δεν τον πολυένοιαζε το κάνει ο υπάλληλος, φτάνει που του ήταν πιστός και δούλευε σκληρά και τίμια. Γιατί μετά απο πολλά χρόνια, και με την αγορά να ανεβαίνει και να δυναμώνει συνεχώς, ο Θανάσης αποφάσισε να κάνει το μεγάλο βήμα “και να δουλέψει για τον εαυτό του”, δηλαδή να φέρει ο ίδιος τη δική του αντιπροσωπεία με κράνη και να έχει το εισαγωγικό κέρδος, όχι πια μόνο την προμήθεια. Το μελέτησε, πήγε σε διεθνείς εκθέσεις, ταξίδεψε σε δυό τρείς χώρες, και δίνοντας ό,τι είχε και δεν είχε μαζέψει (για το σπίτι που ποτέ δεν αγόρασε με τη γυναίκα του) μαζί με ένα σοβαρό δάνειο απο μια πρόθυμη Τράπεζα, φόρτωσε μιά τεράστια παραγγελία, που έφτασε ένα απόγευμα στο μαγαζί με μια νταλίκα που έκλεισε το δρόμο, και ξεφόρτωναν μέχρι αργά το βράδυ μαζί με τον Χρήστο.

Το άλλο πρωϊ όμως, ο Χρήστος δεν φάνηκε. Ο Θανάσης πήγε κατά τις εννιά, όπως πάντα, και τα ρολλά ήταν ακόμα κατεβασμένα με τα λουκέτα στη θέση τους. Τέσσερα χρόνια δεν είχε λείψει ούτε μία μέρα ο Χρήστος. “Ρολόϊ” σωστό, απο το πρωϊ μέχρι το βράδυ, έξη μέρες την εβδομάδα, και τώρα άφαντος και δεν απαντούσε στο κινητό που καλούσε ασταμάτητα. Δεν πέρασε μια ώρα, και δύο αξύριστοι τύποι με κάτι φτηνιάρικα δερμάτινα πολιτικά μπουφανάκια μπήκαν στο μαγαζί:

-“ Καλημέρα, είστε ο κ. Τάδε;”

-“Ναι, εγώ”

-“Τον Ντόριαν Βλάχου τον ξέρετε;”, του λένε, και του δείχνουν μια φωτογραφία του Χρήστου ανφάς προφίλ απο τη Σήμανση! Κόκκαλο ο Θανάσης:

-“Μα αυτόν τον λένε Χρήστο, τον ξέρω χρόνια, φιλαράκι, με βοηθάει στο μαγαζί καμμια φορά, και…”

-“Κύριέ μου, λέγεται Βλάχου Ντόριαν, είναι Αλβανός, δυνατός κακοποιός απο σπείρα που παρακολουθούμε μήνες και τους συλλάβαμε όλους χτες, δηλαδή τους περισσότερους, πάνω σε μεγάλη δουλειά. Πηγαίνουν οπλισμένοι και χτυπάνε επιχειρήσεις τη νυχτα. Δένουν τους φύλακες και σηκώνουν τα πάντα απο εργοστάσια και μεγάλα μαγαζιά, τα φορτώνουν και τα στέλνουν εκτός Ελλάδας, σε Αλβανία, Σκόπια, Κόσσοβο, Κροατία, Βουλγαρία, με νταλίκες ή πλοία απο την Ελευσίνα, κανονικά με χαρτιά και τιμολόγια, πλαστά αλλά φαινομενικά νομότυπα. Θα σας χρειαστούμε στην Ασφάλεια αμέσως. Δεν σας συλλαμβάνουμε, αλλά πρέπει να ερωτηθείτε για πολλά και θα δούμε τι θα μας πείτε”.

Ο Θανάσης πήρε τηλεφωνο στο σπίτι και είπε στη Γιάννα ότι έπρεπε επειγόντως να πάει στην Τράπεζα. -“Ελα κράτα το μαγαζί και περίμενέ με. Πάρε και τα παιδιά αν δεν μπορεί να τα φυλάξει η φίλη σου απο δίπλα”.

Στην Ασφάλεια ζήτησε να δει τον Χρήστο. Του το επέτρεψαν, εκεί στο γραφείο του αρχιφύλακα, όπως τον είχαν σε μια καρέκλα με τις χειροπέδες. Σήκωσε τα μάτια θαρρετά ο Αλβανός και τον κοίταξε. –“Ρέ Χρήστο, έτσι είπαμε ρε;”, μουρμούρισε στενοχωρημένος ο Θανάσης. Ο άλλος δεν ντράπηκε: – “Σε σένα ήμουνα σωστός. Δεν ήμουνα; Άσε για τα δικά μου να καθαρίσω μόνος μου. Και σε ευχαριστώ που με πήρες και που με κράτησες. Δεν το ξέχασα και δεν θα το ξεχάσω ποτέ μου. Πες στη Γιάννα, όταν το μάθει, να με συγχωρέσει. Αυτή, τη ντρεπομαι”.

Ο Θανάσης πήγε και βρήκε ένα δικηγόρο ποινικού δικαίου να αναλάβει με έξοδά του την υπόθεση, έστειλε και χρήματα στον Χρήστο που ήταν προφυλακισμένος, αλλά αυτός δεν τα πήρε και του τα γύρισε πίσω. Έμαθε πότε θα γινόταν η δίκη, και κανόνισε να πάει σαν μάρτυρας υπεράσπισης, παρ’ ότι μέσα του δεν το καταλάβαινε απόλυτα: “Πας να υπερασπίσεις έναν που έμπαινε και άρπαζε περιουσίες, απειλούσε ανθρώπους του μεροκάματου και τους άφηνε δεμένους να βογκάνε;”, έλεγε στον εαυτό του. -“Δεν έχεις το δικαίωμα αυτό, απέναντι στη κοινωνία”. Και μετά, σκεφτόταν ότι θα μίλαγε μόνο για τα όσα ηξερε αυτός για τον “Χρήστο -Ντόριαν”, που ήταν μόνο καλά. Ας αποφάσιζαν οι δικαστές. Κάθε άνθρωπος έχει και μια καλή πλευρά, που ίσως και να παλεύει να επικρατήσει. Δεν θα γινόταν αυτός ο κριτής του.

Στη δίκη, γινόταν χαμός. ‘Επιασε μια ματιά του Χρήστου (δεν μπορούσε να τον συνηθίσει σαν Ντόριαν) και κατάλαβε ότι ο Αλβανός πρέπει να ένιωσε τεράστια έκπληξη που τον είδε. Δεν μίλησαν καθόλου. Οι άλλοι συγκατηγορούμενοί του, ανάμεσά τους και δυό Έλληνες, είχαν ένα στρατό μάρτυρες ο καθένας, τόσο ψεύτικους και βαλτούς ώστε ούτε τα ονόματά τους δεν είχαν αποστηθίσει καλά καλά, και ο Πρόεδρος τους έκοβε και τους έδιωχνε πριν τελειώσουν, παρά τις διαμαρτυρίες των συνηγόρων, απειλώντας ότι θα τους παραπέμψει για ψευδομαρτυρία. Όταν ήρθε η σειρά του Θανάση, πλησίασε την έδρα και είπε όσα ήξερε για τον “Χρήστο”. Που ήταν όλα μόνο καλά: -“Σωστός, δουλευτής, τίμιος, πιστός στο μαγαζί, εμπιστοσύνης, είχε τα κλειδιά, του άφηνα το ταμείο, τον έστελνα να πηγαινοφέρνει με το αμάξι τα παιδιά μου”. Τον κοίταξε καλά καλά ο Πρόεδρος πάνω απο τα γυαλιά του, και του είπε ξερά ότι μπορεί να πηγαίνει, πριν καν αρχίσει να τον ρωτάει διάφορα ο δικηγόρος. Και φαίνεται ότι τον πίστεψε, γιατί ο Χρήστος, ή Ντόριαν πιο σωστά, ήταν ο μόνος απο τη συμμορία που του αναγνωρίστηκε ελαφρυντικό, και η ποινή που πρότεινε ο Εισαγγελέας και μείωσε ακόμα περισσότερο ο Πρόεδρος, ήταν η χαμηλότερη όλων. Τον έστειλαν να την εκτίσει στις φυλακές Κέρκυρας, και ο Θανάσης δεν άκουσε ξανά τίποτα γι’ αυτόν.

Δυό τρείς μέρες μετά, η Ελλάδα πτώχευσε. Και άρχισε ο πραγματικός εφιάλτης για τον Θανάση…

Στην αρχή, που ο κόσμος δεν είχε καταλάβει τι τον είχε χτυπήσει, κάτι πήγε να κουνηθεί με τα καινούργια κράνη, παρά την κατηφόρα που πήρε η οικονομία. Εβαλε διαφημίσεις, έδωσε και κράνη μαζί με λίγα μετρητά για έξοδα συμμετοχής σε κάτι παιδιά που έτρεχαν στο Μoto Cross και στην πίστα, και τέλος πήρε τηλέφωνο όλους τους πελάτες του απο την Επαρχία και τους ζήτησε να του βάλουν μια παραγγελία απο τα δικά του κράνη. Εκείνοι όμως, δεν ήταν καθόλου πρόθυμοι, παρ’ ότι αυτός τους είχε βοηθήσει τόσες φορές:

-“Άκου Θανάση”, του έλεγαν , -“Αλλο το επώνυμο κράνος που πουλάει μόνο του, κι άλλο το δικό σου. Άμα θέλεις, στείλε μας παρακαταθήκη μια σειρά μοντέλα σε όλα τα νούμερα, και θα τα σπρώξουμε, όσο μπορούμε”. Τι να κάνει ο Θανάσης, έστειλε κράνη εδώ κι εκεί σε όλη την Ελλάδα με δελτία αποστολής, και περίμενε μάταια να του τα πληρώσουν. Ή τουλάχιστον να του ζητησουν να τα τιμολογήσει. ‘Επαιρνε κάθε τόσο τηλέφωνο, και ρωτούσε τα μαγαζιά στις διάφορες πόλεις: -“Τι έγινε αδερφέ, έδωσες κανένα κράνος;”. Οι απαντήσεις ήταν ταυτόσημα αρνητικές απο παντού: -“Δεν τα ζητάνε Θανάση μου, δεν φεύγουν, και τώρα ήρθαν νέα χρώματα απο τους άλλους και θέλουν αυτά”. Παίρνει κι αυτός μια Δευτέρα το αμάξι, και φεύγει για την επαρχία. Στο πρώτο μεγάλο μαγαζί που μπήκε, ο έμπορος τον υποδέχτηκε με νευρικό χαμόγελο, αλλά τα κράνη πουθενά!

-“Που τάχεις τα κράνη μου βρε παλληκάρι; Έτσι είπαμε; Κρυμμένα τάχεις; ”

-“Ναι βρε Θανάση, επειδή, καταλαβαίνεις, ήρθε το νέο εμπόρευμα του άλλου που είναι ο μεγάλος προμηθευτής μου, τα κατέβασα για λίγο στην αποθήκη, και θα τα βγάλουμε πάλι”. Εφυγε πικραμένος αλλά ανυποψίαστος ο Θανάσης, πήγε στον άλλον, και στον άλλον, και στον άλλον, αλλά τα κράνη του πουθενά! Όλοι με κάτι μιοσόλογα του δικαιολογούνταν, κάποιοι τα είχαν σε κάτι πίσω ράφια θαμμένα, και μόνο ένας μεγάλος και σε χρήμα και σε ηλικία τον πήρε παράμερα και του είπε: -”Θανάση, οι πιο πολλοί τα πούλησαν να ξέρεις τα κράνη σου, όχι στην τιμή που τα ζητάς, αλλά όσο όσο για να φύγουν. Αν θελήσεις να τα πάρεις πίσω, δεν θα στα δώσουν γιατί δεν τα έχουν πια. Ούτε και θα στα πληρώσουν, γιατί θα σου πουν κάτι που είναι αλήθεια: Δεν είναι καλά τα κράνη παλληκάρι μου! Ξεθωριάζουν τα χρώματά τους στον ήλιο και πολυμερίζονται τα πλαστικά μέρη και τα υφάσματα στο εσωτερικό τους. Μπορεί η φίρμα να λέει ό,τι λέει, αλλά δεν είναι καλά τα κράνη. Μην ξαναπαραγγείλεις απο τους απατεώνες, και φρόντισε να διώξεις σε προσφορά όσα έχεις, που δεν θα έχεις και πολλά εύχομαι, για να μη σου μείνουν”.

Συνεχιζεται .....

Πηγη www.motosport.com.gr
 

maik900

Administrator
Motoparea team
Δημοσιεύσεις
26.404
Ηλικία
62
Περιοχή
Αγρινιο
Μοτοσυκλέτα
KAWASAKI ΖΧR 900 1999
MODENAS X CITE 135 2009
Όνομα
ΜΙΧΑΛΗΣ
Περιοχή
ΑΓΡΙΝΙΟ
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΟΥ (ΔΙΗΓΗΜΑ)

Ο Θανάσης πήρε πίσω τα (απούλητα) κράνη του καλού ανθρώπου, τον ευχαρίστησε και γύρισε αστραπή στην Αθήνα, Παρ’ ότι ήταν αργά, σχεδόν ξημερώματα, πήγε γραμμή στο μαγαζί. –“Απατεώνες; Πολυμερίζονται; Να μην ξαναπαραγγείλω; Μα εγώ έχω στην αποθήκη πέντε χιλιάδες κομμάτια, και αλλες πέντε χιλιάδες στην εταιρεία logistics που τα εκτελώνισε…”. Τρέχει στη βιτρίνα, αρπάζει όσα κράνη μπορεσε να κρατήσει στα δυό του χέρια και κατεβαίνει στο υπόγειο. Ψάχνει, βρίσκει τα ίδια, ανοίγει τα κουτιά και τα βάζει δίπλα δίπλα. Ναι, σαν να έχουν διαφορά τα χρώματα, αλλά δεν είναι σίγουρος. Θα πρέπει να περιμένει το φως της μέρας. Πιάνει ένα άλλο κουτί, απο τα πιο παλιά, τα πρώτα που έφερε. Το ανοίγει, το ψάχνει, και… του έμεινε η επένδυση στο χέρι. Είχε ξεκολλήσει! Αρχίζει να κατεβάζει κουτιά και να τα ανοίγει. Να κατεβάζει και να ανοίγει: Ολα είχαν καποια ζημιά! Άλλα στα αυτοκόλλητα, άλλα στις ταπετσαρίες. Όταν ανέβηκε εξαντλημένος στο γραφείο είχε ξημερώσει, και η κοπέλλα που είχε πάρει για τα τηλέφωνα τουρτούριζε έξω απο την πόρτα -κλειδί δεν θα έδινε ξανά σε κανέναν. Της άνοιξε, και της είπε ότι θα επέστρεφε λίγο αργότερα. Πήρε ένα καφέ στο αυτοκίνητο και πήγε σπίτι. Έπρεπε να μιλήσει στη γυναίκα του.

Πέρασαν πέντε χρόνια απο εκείνη τη μέρα. Το μαγαζί του Θανάση άντεξε κάμποσο καιρό, αλλά γρήγορα μαθεύτηκε ότι τα κράνη του δεν ήταν καλά (που βέβαια δεν ήταν, όσο κι αν πάλευε με κόλλες να τα μαζέψει ατέλειωτα βράδυα, μαζί με τη Γιάννα και την κοπέλλα -μέχρι που την έδιωξε γιατί δεν μπορούσε να την πληρώνει). Οι πρώην προμηθευτές του, δεν του συγχώρησαν ποτέ το ότι θέλησε να γίνει κι αυτός μεγάλος, και δεν του έδιναν εμπόρευμα παρά μόνο μετρητοίς και χωρίς έκπτωση, ακριβότερα απο ότι το πουλούσαν οι ίδιοι απο τα καταστήματά τους. Σε αυτό το επάγγελμα, και εδώ που τα λέμε σε κάθε επάγγελμα, οι άνθρωποι χαίρονται με την αποτυχία του άλλου, και οι άγγελοι είναι πολύ ψηλά και πολύ ανήμποροι για να αλλάξουν την ανθρώπινη αδυναμία και να κατευνάσουν τα αισθήματα θηρίου που τους κάνουν να κατασπαράζουν ο ένας τον άλλον με προσποιητά χαμόγελα. Έβαλε λοιπόν στο μαγαζί κάτι “αξεσσουάρ” σαν όλων των άλλων, έβαλε προσφορές σαν όλων των άλλων, κατέβασε τις τιμές στα κράνη του (που είχαν πια παλιώσει και σαν σχέδια και σαν χρώματα), πήγε και να τα διαθέσει σε ένα κλάσμα της τιμής τους σε μεγάλες αλυσσίδες πολυκαταστημάτων, αλλά εκεί το τμήμα προμηθειών του έδειξε τιμολόγια για πολύ καλύτερα και πιο καινούργια κράνη που αγόραζαν σε ακόμα χαμηλότερη τιμή! Το χειρότερο όμως όλων, και το μεγαλύτερο “πρόβλημα” του Θανάση (γιατί ¨μειονέκτημα “ δεν μπορείς να το πεις) ήταν η τιμιότητά του! Παρά τα προβλήματα και τις φτωχικές εισπράξεις, στερούσε και απο τη δουλειά αλλά και απο την οικογένειά του τα πάντα, για να μπορεί να είναι εντάξει με τις δόσεις του Τραπεζικού δανείου, με τα νοίκια του μαγαζιού και με τους προμηθευτές που ακόμα συνεργαζόταν. Δεν χρωστούσε σε κανέναν, και παρά το γεμάτο με κράνη υπόγειο που του ειχε γίνει εφιάλτης, συνέχιζε να ελπίζει ότι “θα γυρίσει” η οικονομία, κατηγορώντας μάλιστα τα κανάλια της τηλεόρασης και τους πολιτικούς για το αρνητικό κλίμα που έφερναν στην αγορά με την αντιπολιτευτική τους τακτική. Δίπλα όμως, και απέναντι, στον άλλο δρόμο και στην άλλη συνοικία, παρά την κρίση που συνεχώς βάθαινε περιλαμβάνοντας όλο και περισσότερους ανθρώπους που έχαναν τα εισοδήματά τους και αναγκάζονταν να αλλάξουν τρόπο ζωής, άνοιγαν συνεχώς μεγάλα και εντυπωσιακά καταστήματα με ακριβά ρούχα μοτοσυκλέτας σε καλές τιμές, και τα προϊόντα φαίνονταν περισσότερα και πλουσιότερα παρά ποτέ. Ο Θανάσης, εκτός αγοράς πλέον, το πάλευε, και είναι αλήθεια ότι προσπάθησε όσο μπορούσε, αλλά, μοιραία, οι δόσεις έμειναν πίσω και η Τράπεζα δέσμευσε και κατόπιν εκπλειστηρίασε τα κράνη της μεγάλης αποθήκης, τα νοίκια μαζεύτηκαν μέχρι που έφτασε να οφείλει έναν ολόκληρο χρόνο και να μετράει λίγες ώρες πριν την έξωση, μετρητά για εμπόρευμα δεν υπήρχαν, και να τώρα, αυτά τα τελευταία Χριστούγεννα, κανείς δεν μπήκε στο μαγαζί με τα χαμηλά φώτα και τα κράνη με την κακή φημή. Στο μαγαζί με την εντυπωσιακή αλλά ξεθωριασμένη επιγραφή και τα “υπόλοιπα” δερμάτινα μπουφάν, που ακόμα κι αν σου άρεσε κάποιο, ήταν εντελώς απίθανο το να βρείς το νούμερό σου, γιατί τα “καλά” είχαν εξαντληθεί απο καιρό.

ceb5cf80ceb9-cf80ceb9cf83cf84cf89cf83ceb5ceb9.jpg


“-Ποιά κρίση, που να με πάρει και να με σηκώσει ο γεροδιάβολος…”, άρχισε πάλι να μονολογεί, βάζοντάς τα με το εύκολο και πρόχειρο θύμα, δηλαδή τον εαυτό του που θεωρούσε σαν μόνο και αποκλειστικό υπεύθυνο (ούτε η κρίση του έφταιγε πιά, ούτε άλλος κανείς), όταν πρόσεξε ξαφνικά ότι έξω η κίνηση είχε κόψει, γιατί βυθισμένος στην αναπόληση είχε αφήσει την ώρα να φύγει χωρίς να το καταλάβει. Σηκώθηκε. Είχε πάει δέκα και μισή. Έμεναν λίγες μόνο ώρες μέχρι να ξημερώσει και να χάσει τα πάντα. Στην τσέπη του δεν είχε ούτε σεντ. Ίσα ίσα βενζίνη στο μηχανάκι της δουλειάς για να γυρίσει σπίτι. Χαμογέλασε στη σκέψη ότι και να είχε μπεί πελάτης, δεν θα είχε ρέστα να του δώσει και θα τα ζήταγε ακριβώς! Το “έχανε” και το καταλάβαινε! Αδυνατούσε να εστιάσει στην πραγματικότητα. Μεθαύριο Πρωτοχρονιά; Μπαίνει το 2018;

Μέχρι εκεί έφτασε η σκέψη του, όταν ακούστηκε η πόρτα να ανοίγει. Σήκωσε το κεφάλι και είδε έναν θεόρατο άνθρωπο στο κατώφλι, που έμεινε εκεί, μισός μέσα και μισός έξω, σαν κάτι να περίμενε. Ο Θανάσης σηκώθηκε, έκανε δύο βήματα μπροστά και σκέφτηκε αν άραγε θα τον πίστευαν, σε περίπτωση που ήταν ληστές, όταν τους έλεγε ότι δεν είχε καθόλου χρήματα, ή θα τον τσάκιζαν στο ξύλο. Σιγά, τι να φοβηθεί πια… Θα τους έδινε ευχαρίστως ακομα και τα κλειδιά! Είδε έξω ένα μεγάλο μαύρο αυτοκίνητο να σταματάει στο πεζοδρόμιο, και πρόσεξε ένα τεράστιο φορτηγό σε κάποια απόσταση πιό πίσω. Ο γιγαντόσωμος άντρας στην πόρτα γύρισε προς το μέρος του, και είδε ότι ήταν ξανθός και φορούσε γυαλιά καθρέφτες, παρά το σκοτάδι. ‘Αλλοι δύο άνδρες βγήκαν απο το αυτοκίνητο, ο πρώτος με ακριβό καμηλό παλτό και μεταξωτό λευκό κασκόλ και ο δεύτερος, επίσης καλοντυμένος, ακολουθούσε κρατώντας απο ένα χαρτοφύλακα σε κάθε χέρι. Ο Θανάσης πισωπάτησε μέχρι που ακούμπησε στο γραφείο. Ο γίγαντας στη πόρτα παραμέρισε με κάποιο σεβασμό, και ο καλοντυμένος άνδρας μπήκε με ελαφρό βήμα στο μαγαζί και στάθηκε στο κέντρο, κυττώντας γύρω του αργά και προσεκτικά. Όταν τελείωσε την εξέταση, σήκωσε το κεφάλι, χαμογέλασε και είπε:

Συνεχιζεται......

Πηγη www.motosport.com.gr
 

maik900

Administrator
Motoparea team
Δημοσιεύσεις
26.404
Ηλικία
62
Περιοχή
Αγρινιο
Μοτοσυκλέτα
KAWASAKI ΖΧR 900 1999
MODENAS X CITE 135 2009
Όνομα
ΜΙΧΑΛΗΣ
Περιοχή
ΑΓΡΙΝΙΟ
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΟΥ (ΔΙΗΓΗΜΑ)

-“Καλησπέρα κύριε Θανάση. Είμαι ο Χρήστος…”

Τώρα είναι επτά το πρωϊ, 30 Δεκεμβρίου 2017, και η κίνηση έχει αρχίσει να δυναμώνει έξω στο δρομο. Ο ουρανός φαίνεται ότι θα είναι καθαρός, μια ηλιόλουστη μέρα θα ξημερώσει. Αλλά ο Θανάσης είναι καθισμένος στην πολυθρόνα του, στο γραφείο, σε μια παράξενη κατάσταση μεταξύ πραγματικότητας και νιρβάνα. Το μαγαζί είναι αναστατωμένο, το πάτωμα γεμάτο πατημασιές, χαρτιά και σκισμένα κουτιά σκόρπια εδώ κι εκεί, και τα ράφια άδεια με τη σκόνη να δείχνει ξεκάθαρα τη θέση όλων των πραγμάτων που ήταν εκεί μέχρι το προηγούμενο βράδυ. Ο χώρος είναι παγωμένος, αλλά ο Θανάσης δεν αισθάνεται κρύο, γιατί είναι ολότελα δοσμένος στην προσπάθεια του να πείσει τον εαυτό του ότι όσα συνέβησαν τις προηγούμενες ώρες ήταν αληθινά. Και κάθε τόσο έσκυβε κάτω απο το γραφείο να δει αν η μεγάλη τσάντα ήταν στη θέση της, και κοίταγε τον σωρό με τα σκόρπια τιμολόγια, τις κάρτες, τις σφραγίδες, και τα δελτία αποστολής πάνω στο τραπέζι, πριν γείρει πίσω στη θέση του και ξεκινήσει ένα νέο κύκλο σκέψης, που άλλαζε απο απορία σε χαρά, και απο ανακούφιση σε ευτυχία.

Ο Χρήστος-Ντόριαν του είχε πει ότι οι δουλειές του πήγαιναν πολύ καλά, και ότι ασχολείτο πιά με το εμπόριο, το νόμιμο εμπόριο, μην αφήνοντας τον Θανάση να ρωτήσει τίποτε άλλο και λέγοντάς του ότι για εκείνον θα ήταν πάντα ο Χρήστος. Και τώρα βρισκόταν εκεί, γιατί είχε μάθει ότι στο υπόγειο του μαγαζιού υπήρχαν ακόμα απούλητα όλα εκείνα τα κράνη που είχαν ξεφορτώσει μαζί, την τελευταία μέρα δουλειάς του πριν το, χμμμ, πριν το “άτυχο” γεγονός. Και εντελώς συμπτωματικά, είχε μόλις πάρει μια παραγγελία για πέντε χιλιάδες κράνη απο μια ομάδα συνεργατών του, που θα τα διέθετε στις βαλκανικές χώρες (δεν έχει σημασία το που, είπε στον Θανάση), και αν ο Θανάσης ήθελε θα μπορούσε να τα αγοράσει αμέσως εκείνη τη στιγμή, κανονικά, με τιμολόγια και κατάθεση ηλεκτρονική στο λογαριασμό του! -“Μα, δεν θα μείνει τίποτα, θα τα πάρουν όλα οι πιστωτές μου, οι τράπεζες, η Εφορία, είναι όλα δεσμευμένα”, είχε ψελλίσει ο Θανάσης, προσθέτοντας ότι -“και τα κράνη είναι χάλια, δεν μπορώ να στα δώσω, δεν θα σου κάνουν”. Ο Χρήστος όμως τον είχε καθησυχάσει: -“Δική μου δουλειά το πως θα τα διαθέσω. Όσο για την τιμή, σου έχω μια πρόταση. Εκατό Ευρώ το κομμάτι, τα μισά κατάθεση και τα υπόλοιπα μετρητά, να ξοφλήσεις όσα χρωστάς και να μείνει και κάτι για το σπίτι και …για τη δουλειά”, συμπλήρωσε κοιτάζοντας γύρω του αβέβαια, και γυρίζοντας στον βοηθό του, του έγνεψε, δείχνοντας το γραφείο. Εκείνος, έβγαλε απο τη μία βαλίτσα ένα φορητό υπολογιστή που ήταν σε λειτουργία, και κύτταξε ερωτηματικά τον Χρήστο. –“Που είναι το βιβλιάριο, κύριε Θανάση;”, ρώτησε *****ά τον αποσβολωμένο έμπορο. Του έδειξε το συρτάρι, άνοιξε, το πήρε και το έδωσε στον βοηθό του που σε λίγα λεπτά σταμάτησε την πληκτρολόγηση και είπε: -“Τα 250.000 Ευρώ κατατέθηκαν στον λογαριασμό του κυρίου Τάδε”. Ο Χρήστος τότε πήρε τη στιβα των μπλοκ με τα διάφορα τιμολόγια και δελτία, τα έβαλε μπροστά στον Θαναση και του είπε χαμογελώντας: -“Έλα κύριε Θανάση, άρχισε να κόβεις, για να φορτώσουν τα παιδιά την νταλίκα. Στο όνομα της εταιρείας μου, εδώ, δες την σφραγίδα”. Την πήρε ο Θανάσης και διάβασε σιωπηλά: Cristo Vlachou S.A. Tirana Import Export…

Κι έτσι έγινε σιωπηλά μέσα στη νύχτα, όπως ο Χρήστος ξαναφόρτωσε με τους δικούς του υπαλλήλους τα κράνη που είχε κατεβάσει στο υπόγειο τόσα χρόνια πριν, και το παλιό του αφεντικό έκοβε τιμολόγια και δελτία. Δεν μίλησαν σχεδόν καθόλου. Μόνο ο Χρήστος είχε ρωτήσει για τη Γιάννα και τα παιδιά, που είχαν πια μεγαλώσει, και όπως ο άλλος του είπε ότι όλοι ήταν καλά, και ότι στο μέλλον, χάρις σε εκείνον, θα είναι ακόμα καλύτερα, η ματιά του Χρήστου-Ντόριαν σαν να σκοτείνιασε απο ένα σύννεφο μελαγχολίας που γρήγορα πέρασε και χάθηκε. Οταν οι εργάτες του κόντευαν να τελειώσουν, είπε στον Θανάση να κόψει τιμολόγια και για όλα όσα ήταν στα ράφια του μαγαζιού: -“Έτσι κι αλλιώς αυτά εδώ αποκλείται να τα πουλήσεις. Εγώ μπορώ”.

Κάποτε, όλοι τελείωσαν και αποτραβήχτηκαν διακριτικά. Έμεινε μόνο ο Χρήστος και ο Θανάσης, με τον ξανθό γίγαντα έξω απο την πόρτα να παρατηρεί τον άδειο δρόμο πίσω απο τα γαλάζια του γυαλιά-καθρέφτες. Ο Χρήστος σηκώθηκε, και ακούμπησε πάνω στο γραφείο τον δεύτερο χαρτοφύλακα που είχε στα πόδια του, τον έσπρωξε απαλά προς τον Θανάση κάνοντας ένα ενθαρρυντικό νόημα, κι αυτός τον άνοιξε και έμεινε να κυττάζει άφωνος τις δεσμίδες με τα χαρτονομίσματα. –“Αυτά είναι τα υπόλοιπα, τα μετρητά, τα άλλα διακόσια πενήντα”, του είπε. –“Αλλά δεν ξοφλήσαμε, κύριε Θανάση. Και πάλι σου χρωστάω”. Σηκώθηκε, έκανε να απλώσει το χέρι αλλά δεν ολοκλήρωσε τη κίνηση. Τράβηξε το παλτό του, μουρμούρισε κάτι σαν χαιρετισμό, κάτι σαν “θα τα ξαναπούμε”, και πριν προλάβει ο Θανάσης να σηκωθεί, γύρισε κι έφυγε. Πριν ακόμα βγεί απο το μαγαζί, ο ξανθός είχε ανοίξει την πόρτα του μαύρου αυτοκινήτου. Σε δευτερόλεπτα είχαν χαθεί και έμειναν μόνο οι καπνοί απο την πανίσχυρη ντήζελ της νταλίκας που τους ακολούθησε να στροβιλίζονται στο ημίφως.

Ο Θανάσης άνοιξε το κινητό του που το είχε μόνιμα κλειστό τον τελευταίο καιρό για να αποφεύγει τους ανεπιθύμητους πιστωτές. Ήταν γεμάτο κλήσεις και μηνύματα απο το σπίτι. Κάλεσε το νούμερο. Δεν πρόλαβε να χτυπήσει και η γυναίκα του το σήκωσε με μια φωνή γεμάτη αγωνία, που μόλις τον άκουσε μεταλλάχθηκε σε δικαιολογημένη οργή: -“Που ήσουν…” άρχισε όλο αγανάκτηση, αλλά ο Θανάσης την διέκοψε μιλώντας τόσο ήρεμα ώστε κι εκείνη σταμάτησε και περίμενε:

-“Ακουσε Γιάννα, θα πάω για μερικές πληρωμές, και μετά λέω να κλείσω και να έρθω σπίτι να δούμε τι θα κάνουμε για την Πρωτοχρονιά. Ας μην μείνουμε σπίτι φέτος, ας κάνουμε κάτι τρελλό”.

Η γυναίκα άφωνη έμεινε με το βουβό τηλέφωνο στο χέρι, και ο Θανάσης σηκώθηκε, έβαλε το μπουφάν του, γράπωσε καλά τη βαλίτσα και σβήνοντας τα φώτα πήγε προς την έξοδο. Βγήκε και κλείδωσε καλά, μιά και άλλη μιά. Κατόπιν πήγε να βάλει τα κλειδιά στη τσέπη, αλλά μετάνιωσε, κοντοστάθηκε, και τα άφησε να κρέμονται εκεί, πάνω στην κλειδαριά. Μετά πήρε τον κατήφορο χαμογελώντας, και κοίταξε το ρολόϊ του υπολογίζοντας νοερά πόση ώρα έμενε μεχρι να ανοίξει το γραφείο ταξιδιών που ήταν μερικά τετράγωνα πιο κάτω. Ναι, το 2018 θα ήταν μια καλή χρονιά! Δ.Π.

Πηγη www.motosport.com.gr
 

maik900

Administrator
Motoparea team
Δημοσιεύσεις
26.404
Ηλικία
62
Περιοχή
Αγρινιο
Μοτοσυκλέτα
KAWASAKI ΖΧR 900 1999
MODENAS X CITE 135 2009
Όνομα
ΜΙΧΑΛΗΣ
Περιοχή
ΑΓΡΙΝΙΟ

Αληθινή συγκλονιστική ιστορία: Τα Χριστούγεννα ενός άθεου!​


«Τα Χριστούγεννα ενός άθεου!», είναι ένα διήγημα του Δ. Σωτηρόπουλου, βασισμένο σε μια αληθινή ιστορία.​

Σημείωμα Συγγραφέα: Το ακόλουθο διήγημα δεν έχει σκοπό να δρέψει λογοτεχνικές δάφνες και βραβεία. Αντίθετα, επιδιώκει να αφυπνίσει συνανθρώπους μας που είναι βυθισμένοι στο σκοτάδι της αθεΐας, φέρνοντάς τους στο ΦΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. Για έναν λόγο παραπάνω: Διότι τα όσα αναφέρονται βασίζονται σε πραγματικά περιστατικά, με τα ονόματα των πρωταγωνιστών αλλαγμένα για ευνόητους λόγους.

Ξύπνησε πάλι απότομα. Άγρια. Με τον συνεχόμενο ήχο του κουνουδιού, αντί για τον γνώριμο του κινητού του, που χτυπάει σαν ξυπνητήρι κάθε πρωί στις 8.
«Ούτε να κοιμηθεί κανείς δεν μπορεί», σκέφτηκε και άλλαξε πλευρό γκρινιάζοντας. Προσπάθησε να ξαναβυθιστεί στην αγκαλιά του Μορφέα. Μάταια όμως. Το κουδούνι χτύπαγε σαν τρελό, ξανά και ξανά.
«Τι συμβαίνει;», αναρωτήθηκε για λίγο. Γιατί αμέσως άκουσε χαρούμενα ξεφωνητά παιδιών που έλεγαν τα Κάλαντα. Τους είχαν ανοίξει στο κάτω πάτωμα.
Βλαστήμησε δυνατά. Είχε πάρει άδεια από τη δουλειά τις μέρες αυτές, επίτηδες για να ξεκουραστεί. Με ποιο δικαίωμα τον ενοχλούσαν αυτά τα μυξιάρικα;
Τι είναι σήμερα και τραγουδάνε; Μια συνηθισμένη μέρα. Μια ακόμα μ*****τή, γκρίζα και παγωμένη μέρα του Δεκεμβρίου.
Μετά θυμήθηκε πως είναι Παραμονή Χριστουγέννων. Έσκασε στα γέλια. «Ρε με τι αηδίες κάθονται και παραμυθιάζονται…», φώναξε με θριαμβευτικό, σαρκαστικό χαμόγελο.
Σηκώθηκε, έφτιαξε καφέ και κάθισε στον υπολογιστή. Είχε μήνυμα από τη Λένα στο Facebook, για να συναντηθούν για τα τελευταία ψώνια «πριν γεννηθεί ο Χριστός», όπως του έγραφε.
Όχι, δεν ήταν καμιά θρησκευόμενη η κοπέλα του. Απλά τον πείραζε, ειδικά αυτές τις μέρες, μιλώντας του συνεχώς γι’ αυτά που εκείνος όχι μόνο δεν πιστεύει, αλλά βρίζει κι από πάνω.
Έτσι έκανε και τώρα. Βλαστήμησε ξανά, με τον ίδιο τρόπο που κάνουν εκατομμύρια Έλληνες. Βαριέται να πάει για ψώνια, αλλά αυτό που τον εκνευρίζει περισσότερο είναι αυτή η «γέννηση».
Χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι η μητέρα του, που μένει στον πάνω όροφο μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια. Τον προσκαλεί στο χριστουγεννιάτικο δείπνο, αλλά του βάζει και μια «αγγαρεία» να κάνει, να πεταχτεί δηλαδή μέχρι τον χασάπη της γειτονιάς και να πάρει μερικά μπριζολάκια.
Με τα χίλια ζόρια ντύνεται και βγαίνει έξω. Μια περίεργη γιορταστική ατμόσφαιρα αναδύεται στην πόλη, παρότι η κίνηση στα μαγαζιά είναι περιορισμένη.
Ανοίγει την πόρτα για να μπει στο κρεοπωλείο. Ταυτόχρονα – κατάρα! – βγαίνει ένας ιερέας. Κρατώντας μια τεράστια γαλοπούλα τυλιγμένη σε ζελατίνα.
Τον κοιτάζει με αηδία. Είναι χοντρός, με αυτά τα μούσια και τις μαύρες πλερέζες, που τον κάνουν ακόμα πιο αντιπαθητικό.
«Ρε τον πεινάλα! Κοίτα να δεις τι γαλοπούλα πήρε να φάει ο βούβαλος!», σκέφτεται. «Ε βέβαια, αφού τους πληρώνουμε τους χαραμοφάηδες…!»
Κουνάει το κεφάλι περιπαικτικά. Ναι, φυσικά και είχε δίκιο! Κλασικός παπάς ήταν αυτός, από εκείνους που βλέπει και σιχαίνεται! Κοίτα τι πήρε να φάει, ενώ ο κοσμάκης πεινάει! ΝΤΡΟΠΗ ΤΟΥ!
Ξαφνικά, από την γωνία παραδίπλα, ένα χαρούμενο λεφούσι ξεπετάγεται. Πέντε – έξι παιδάκια τρέχουν κοντά στον παπά, με την μητέρα να προσπαθεί να τα φτάσει. Κάνουν χαρά, επειδή βλέπουν τη μεγάλη γαλοπούλα και το γελαστό πρόσωπο του πατέρα τους.
Ο Μηνάς αποστρέφει το βλέμμα του. «Τι τα θέλει τόσα παιδιά ο αργόσχολος», προσπαθεί να δικαιολογήσει τις προηγούμενες σκέψεις του.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, ούτε καταλαβαίνει πώς περνάει το πρωινό. Απορροφημένος στον υπολογιστή, ρίχνει τις τελευταίες ματιές στη δουλειά για το σπίτι που του έδωσε ο προϊστάμενος και σε κάτι άρθρα που του έστειλε ο Λευτέρης.
Μα ναι, είναι πολύ ενδιαφέροντα αυτά που του στέλνει ο κολλητός του! «Έτσι θα αντιμετωπίζεις τους χριστιανούληδες όποτε σου κολλάνε», του έχει πει. Και πράγματι! Αισθάνεται σε θέση ισχύος, ειδικά με αυτό το «zeitgeist» που του έστειλε πρόσφατα.
Αλλά και πόσες ακόμα ιστοσελίδες που ενισχύουν τις απόψεις του, δεν έχει καταχωρήσει στα «αγαπημένα»! Εδώ βρίσκεται τώρα, ανταλλάσοντας απόψεις για τα Χριστούγεννα, μαζί με άλλους λογικούς ανθρώπους, που δεν είναι πρόβατα όπως οι Χριστιανοί.
Το δηλητήριο που ξερνάει η οθόνη του υπολογιστή τον έχει εντελώς απορροφήσει. Ώσπου χτυπάει η πόρτα του.
Είναι η Λένα, που τον περίμενε για μια ώρα στο σημείο που είχαν δώσει ραντεβού. Βάζει τις φωνές. Μια τυπική φασαρία ζευγαριού αρχίζει. Και τελειώνει με βρισιές, απειλές και νέα χτυπήματα, πιο δυνατά αυτή τη φορά, στην πόρτα.
«Ωραία», σκέφτεται. «Πάει κι αυτή, να σε δω με ποιον θα πας το βράδυ στο κλαμπ που έχουμε κλείσει, κακομοίρη μου».
Δεν κάθεσαι σπίτι καλύτερα; Τι τις θες εσύ τις γιορτινές ατμόσφαιρες, γι’ αυτά τα παραμύθια; Τι γιορτάζεις;
Άσε που δεν έχουν μείνει και πολλά λεφτά. Πάνε τα παλιά μεγαλεία με τα μπουκάλια σε πανάκριβα κέντρα της παραλιακής. Φέτος έκλεισε με προσφορά, κι αυτή με το ζόρι.
Χέστα λοιπόν όλα! Παράτα τα! Καλύτερα να μην υπάρχουν Χριστούγεννα, για να μην ξοδεύουμε κιόλας!
Δεν πεινάει, ούτε έχει διάθεση να βγει έξω. Κλεισμένος στο δωμάτιό του, παρέα με τα νέα κείμενα του «atheism. net», περνάει καλύτερα την ώρα του.

Συνεχιζεται.....

Πηγη https://filoitexnisfilosofias.com
 

maik900

Administrator
Motoparea team
Δημοσιεύσεις
26.404
Ηλικία
62
Περιοχή
Αγρινιο
Μοτοσυκλέτα
KAWASAKI ΖΧR 900 1999
MODENAS X CITE 135 2009
Όνομα
ΜΙΧΑΛΗΣ
Περιοχή
ΑΓΡΙΝΙΟ

«Τα Χριστούγεννα ενός άθεου!», είναι ένα διήγημα του Δ. Σωτηρόπουλου, βασισμένο σε μια αληθινή ιστορία.​


Με τα χίλια ζόρια ανεβαίνει πάνω, όταν το βραδάκι η μάνα του τον φωνάζει για φαγητό. Έχουν και ορισμένους καλεσμένους συγγενείς, που έχουν έρθει για «ρεβεγιόν».
Δεν τον ενοχλεί αυτό. Ευτυχώς, δεν υπάρχουν θεούσοι εδώ μέσα. Να φάμε, να πιούμε, να παίξουμε και κάνα χαρτάκι, να πούμε και καμιά βλακεία για να περάσει ανώδυνα η ώρα. Όπως κάθε χρόνο δηλαδή, παραμονή Χριστουγέννων. Βαρεμάρα…
Η ώρα περνάει και κατά τις 2 τα μεσάνυχτα, ένας – ένας οι καλεσμένοι φεύγουν. Για στάσου όμως! Υπάρχει ένας ακόμα, που τώρα έφτασε…!
Είναι ο Λευτέρης, ο φίλος του. Το πρότυπό του. Ο μέντοράς του. Έρχεται με αυτό το γνωστό ύφος γεμάτο αυτοπεποίθηση, σιγουριά και ίσως αλαζονεία.
Ωραία, σκέφτεται. Θα το ξενυχτήσουμε απόψε. Θα πούμε δυο κουβέντες σαν άνθρωποι, βρε αδερφέ! Ο Λευτέρης είναι κάτι σαν…γκουρού γι’ αυτόν.
Αναπόφευκτα η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τους «χριστιανούληδες» και τα Χριστούγεννα τους. Τους ειρωνεύονται και τους οικτίρουν, για τα «παραμύθια» που πιστεύουν. Εκεί κάπου, ο Λευτέρης του πετάει και κάτι «καινούρια».
«Αυτοί κατέστρεψαν την Ελλάδα, φίλε. Έσφαζαν τους Έλληνες, γκρέμιζαν τους ναούς. Η Ελλάδα τελείωσε στην αρχαιότητα, φίλε. Μαζί με τους θεούς μας».
Στέκεται αποσβολωμένος ο Μηνάς.
«Τους ποιους, είπες; Τους θεούς;»
«Ναι, φίλε. Αυτή είναι η θρησκεία μας και όχι ο εβραιοχριστιανισμός. Αυτήν πιστεύω κι εγώ».
Κρύος ιδρώτας λούζει τώρα τον Μηνά. Τον άθεο, που νόμιζε πως ο φίλος του έχει τις ίδιες απόψεις μ’ εκείνον.
«Μα καλά, εσύ δεν μου λες χρόνια τώρα πως δεν υπάρχει κανένας θεός;;; Τι μου λες για δώδεκα θεούς τώρα; Εγώ δεν πιστεύω ούτε σε Έναν!»
«Μη στενοχωριέσαι, Μηνά», του απαντά εκείνος με το γνώριμο, υπεροπτικό ύφος του.
«Έλα να σου δείξω μερικά μπλογκ που γράφουν γι’ αυτά, να δεις πώς συνδυάζονται όλα».
Τον πιάνει από το χέρι. Ο Μηνάς το τραβάει. Μέσα του, αυτή τη στιγμή συμβαίνει μια τιτανομαχία. Γκρεμίζονται οι ιδέες, τα πιστεύω και τα…δεν πιστεύω του. Αισθάνεται προδομένος.
Όχι, δεν θα ακούσει τον “φίλο” του. Εκείνος είναι και παραμένει άθεος. Ορκισμένος κι αμετακίνητος.
«Λευτέρη, είμαι κουρασμένος», του λέει. «Θα πέσω για ύπνο, τα λέμε αύριο».
«Μα…», ίσα που προλαβαίνει να ψελλίσει εκείνος, πριν η πόρτα κλείσει με δύναμη σχεδόν μπροστά στο πρόσωπό του.
Είναι εκτός εαυτού ο Μηνάς. Αρχίζει να βλαστημά ξανά, με τον γνωστό του τρόπο. Βρίζει αυτά που δεν πιστεύει ότι υπάρχουν! Τα παραμύθια!
Όχι, δεν του φαίνεται κωμικό αυτό. Ίσα – ίσα, τον κάνει να αισθάνεται δυνατός.
Βγαίνει στο μπαλκόνι να καπνίσει τσιγάρο. Η ώρα πήγε 5 το πρωί. Κρύο και απόλυτο σκοτάδι, που διακόπτουν μονάχα κάποια – λίγα, είναι η αλήθεια – φωτάκια που αναβοσβήνουν στην απέναντι πολυκατοικία.
Ξαφνικά, μέσα στην απόλυτη σιγή της νύχτας, μια καμπάνα ακούγεται να τη σπάζει. Θα είναι του Αγίου Αντρέα, της Ενορίας της γειτονιάς του.
Σκάει στα γέλια. «Κοίτα να δεις τρέλα που έχει ο κόσμος, αξημέρωτα να πηγαίνει στην Εκκλησία! Τι να κάνει εκεί; Αφού δεν υπάρχει τίποτα!”
«ΤΙΠΟΤΑ! ΤΙΠΟΤΑ! ΤΙΠΟΤΑ!»
Το λέει και το ξαναλέει. Με μίσος. Με οργή, σαν να θέλει να βρίσει όχι τα Θεία όπως κάνει πάντα, αλλά τον εαυτό του. Ναι, αυτόν υβρίζει με μανία αυτή τη φορά. Ξεσπά.
«Είμαι ένα τίποτα λοιπόν; Μαζί με όλα τα υπόλοιπα στον κόσμο είμαστε ένα τίποτα;»
Η σκέψη αυτή διαπερνά το μυαλό του σαν ηλεκτροσόκ. Αρνείται να δεχθεί ότι όλα είναι μάταια. Πως υπάρχει μόνο η ύλη, που φθείρεται κι εξαφανίζεται.
Εκείνη τη στιγμή, ακούει βιαστικά βήματα στην είσοδο της πολυκατοικίας του. Σκύβει και βλέπει τον Δήμο μαζί με τους δικούς του, να τρέχουν με τα καλά τους προς τη μεριά της Εκκλησίας.
Καλό παιδί ο Δήμος, αλλά λιγάκι «βαρεμένος». Συμμαθητές στο σχολείο, μα ο Μηνάς τον είχε απομακρύνει από κοντά του. Τον έλεγε «χριστιανοταλιμπάν», επειδή συνεχώς του μίλαγε για τον Θεό.
Παρατηρεί αυτές τις σιλουέτες που απομακρύνονται στο σκοτάδι, μέχρι να χαθούν. Κάθεται και σκέφτεται.
Σίγουρα τώρα θα βρίσκονται στην Εκκλησία. Τι μανία κι αυτή; Τι βρίσκουν πια εκεί πέρα;
«Και δεν πάς κι εσύ να δεις;», ακούγεται μια φωνή από μέσα του, που μοιάζει να ξυπνάει από το λήθαργο ετών.
«Εγώ;;; Είπες, εγώ; Να πάω στην Εκκλησία;;; Εγώ ρε;;; Ρε πας καλά; Με τους παπάδες και τις θεούσες; Τι να πάω να κάνω εκεί εγώ;»
«Πήγαινε, αλλά χωρίς το εγώ σου», ακούγεται και πάλι να αντιλαλεί αυτή η φωνή.
Κάθεται ακίνητος ο Μηνάς. Το σκέφτεται και χωρίς πολλά – πολλά, το αποφασίζει!
Σε λίγο, βρίσκεται καθ’ οδόν για την Εκκλησία. Έχει να πάει από το Γυμνάσιο, που τους πήγαιναν μια φορά το χρόνο. Κι αυτός πήγαινε, για να μην πάρει απουσίες.
Έφτασε κιόλας. Μέσα στο σκοτάδι, ο μικρός ναός μοιάζει με φωτεινό πλεούμενο. Με φάρο που σκορπά ελπίδα, ζεστασιά και γαλήνη.
Ανοίγει την πόρτα. Δεν κάνει το σταυρό του, ούτε ανάβει κερί. Κάθεται πίσω – πίσω όρθιος, για να μην τον βλέπουν.
Τα φώτα είναι μισοσβησμένα. Δεν καταλαβαίνει γιατί. Ώσπου ακούγεται ένας περίεργος ύμνος, που κάτι λέει για αγγέλους που δοξάζουν…τον Χριστό!!!
Ανάβουν τότε όλα τα φώτα. Η ατμόσφαιρα γίνεται γιορτινή και οι ψαλμωδίες πλημμυρίζουν τ’ αυτιά του.
Δεν τις ξέρει, αλλά θέλει να τις ψιθυρίσει. Ειδικά αυτό το «Χριστός γεννάται δοξάσατε», το μαθαίνει κάπως με τη συνεχή επανάληψη.
Δεν κάθεται λεπτό. Ούτε καν παρατηρεί τους γύρω του. Αδιαφορεί για τις «θεούσες». Δεν βλέπει τον παπά αν έχει κοιλιά, αν έχει «χρυσάφια» πάνω του κι αν ψέλνει καλά.
Είναι μόνος του, αυτός κι ο Χριστός.
Σε μια μικρή Εκκλησιά της μεγαλούπολης που λέγεται Αθήνα, μια χαραμάδα φωτός αχνοφέγγει.
Δεν είναι ούτε τα χριστουγεννιάτικα στολίδια, ούτε οι φωτισμένοι πλέον ναοί που πανηγυρίζουν.
Αλλά η ψυχή του Μηνά, που επιτέλους έδιωξε το σκοτάδι και γέμισε με Θείο, Ουράνιο ΦΩΣ…!

Πηγη https://filoitexnisfilosofias.com
 
Top Bottom