Η ζωή μας όλη...ΕΝΑ ταξίδι

User C

well know member
Δημοσιεύσεις
3.737
"Ελα άλλη μια στροφή και σταματάω"...δεν σταμάτησε ούτε σε αυτήν αλλά ούτε και στην επόμενη μα ούτε και στην μεθέπομενη. Κάθε φορά σκεφτόταν όμως το ίδιο, "άλλη μια στροφή και σταματάω.". Το τοπίο δεν είχε καμμια σχέση με αυτό που πέρασε μερικές εβδομάδες νωρίτερα. Στην θέση του πυκνού δασούς μόνο καμμένα δέντρα και μαύρο χώμα. Δεν ήθελε ούτε να κοιτάξει τριγύρω του. Από την ώρα που πέρασε το Μαντούδι, ελάχιστα ήταν ίδια όπως τα θυμόταν. "Αλλη μια στροφή και σταματάω". Να σταματήσει όμως που; Εκεί που θυμόταν τα πλατώματα με την παχιά σκιά, τώρα μόνο ξερά και ο ήλιος από να βαράει από πάνω. Μια απογοήτευση ένιωθε μόνο στο μυαλό του. Σκεφτόταν τα μέρη που ήθελε να κάνει βόλτα με τα παιδιά του, που δεν πρόλαβαν την οδηγική απόλαυση της Βόρειας Εύβοιας. Έστριψε προς Αιδηψό. Δεν άντεχε να το ξαναδεί. Προορισμό δεν είχε και έτσι αποφασισε να περάσε με το καράβι στην Αρκίτσα.

Δεκαπενταύγουστος και το ferry άδειο. Έκατσε χαμηλά και έβλεπε το νησί να απομακρύνεται, ενώ ταυτόχρονα το μέγεθος της καταστροφής γέμισε το οπτικό του πεδίο. Αναψε τσιγάρο και χάθηκε στις αναπολήσεις. Τις βόλτες και τα γέλια με τους φίλους. Τις ξάπλες δίπλα στο νερό στους Καταρράκτες του Δρυμώνα. Το camping της Αγ. Αννας. Οι πρώτες διακοπές με την γυναίκα του ήταν εκεί. Πόσες ετήσιες συναντήσεις του club σε εκείνα τα παλιά αγαθά χρόνια. Η ευκαιρία να μιλήσουμε και να γελάσουμε όλοι από όλη την Ελλάδα αφού internet δεν υπήρχε. Το δάσος πριν την παραλία. Θυμήθηκε την κατασκήνωση με τον κουμπάρο του, εκείνο το βράδυ του Αγίου Πνεύματος που τους έπιασε βροχή και του φώναζε ότι θα πνιγούν. Θυμήθηκε τον φίλο του τον Λάκη, εκείνη την φορά που είχαν πάει για ιππασία που για να εντυπωσιάσει την εκπαιδεύτρια έπεσε και έφαγε τα μούτρα του και τον τρέχαμε για ράμματα στο Ιατρικό Κέντρο στο Μαντούδι. Θυμήθηκε τις χωματίνες αναζητήσεις σε μονοπάτια από την Αγία Άννα προς τον Λήμνιώνα ή εκείνο το πέρασμα κάθετα στον Δρυμώνα. Το Ferry έπιασε λιμάνι και καβάλησε την μηχανή του.

Βγήκε στην Αρκίτσα και φτάνοντας στην Εθνική αντί να στρίψει προς Αθήνα πήρε την έξοδο προς Λαμία. Στην έξοδο του Μπράλου αποφάσισε να φύγει από τον αυτοκινητόδρομο και ανηφόρισε προς το βουνό. Δεν ήξερε και ο ίδιος που ήθελε να πάει. Ηθελε απλά να ξεχάσει τις εικόνες που είχαν γεμίσει το κεφάλι του. Έστριψε βόρεια προς Παύλιανη αλλά στην διαδρομή λοξοδρόμησε. Στην Καλοσκοπή έστριψε προς Στρόμη. Αγνόησε εντελώς το τουριστικό καταφύγιο. Είχε περάσει υπέροχες στιγμές εκεί, και με τα παιδιά του, και με φίλους σε βόλτες, αλλά σήμερα ήθελε άλλα. Λίγο πριν την Στρόμη, έκοψε δεξία. Θυμόταν ένα μικρό ρεμά, με κάποιες βάθρες. Δεν χρειάστηκε να ψάξει πολύ. Αραξε την μηχανή κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι, και έβγαλε τα ρούχα του. Η αίσθηση του παγωμενού νερού πάνω του τον έκανε να ξυπνήσει. Εντελώς μόνος μέσα στο δάσος, γυμνός μέσα στο παγωμένο νερό, ακούγοντας τα νερά να πέφτουν από τον μικρό καταρράκτη παραδίπλα και φωνές πουλιών από τα δέντρα. Κράτησε την ανάσα του για να μην χαλάσει την ησυχία.

(Συνεχίζεται)
 

User C

well know member
Δημοσιεύσεις
3.737
Εμεινε όσο περισσότερο μπορούσε μέσα στο νερό απολαμβάνοντας την δροσιά του. Βγήκε και κάθισε σε ένα βράχο στον ήλιο να στεγνώσει ανάβοντας ένα τσιγάρο. "Πού πάμε τώρα;", σκέφτηκε. Δεν τον ενόχλησε ποτέ η μοναχικότητα. Πάντα έβρισκε τρόπους να συζητάει με τον εαυτό του. Πολλοί θα έλεγαν πως το να συζητάς με τον εαυτό σου σαν να είναι άλλο πρόσωπο είναι δείγμα κάποιας σχιζοειδούς διαταραχής. Αυτόν δεν τον ένοιαζε. Είτε διαφωνούσε, είτε συμφωνούσε με τον άλλον εαυτό σου συνέχιζε σε αυτές τις στιγμές να συζητάει. Να επαναφέρει γεγονότα της ζωής του και να συζητάει όλες τις εναλλακτικές. Από τις σκέψεις του τον έβγαλαν φωνές ανθρώπων που κατηφόριζαν. Ντύθηκε γρήγορα και άραξε κάτω από το πλατάνι. Δευτερόλεπτα μετά εμφανίστηκαν δυο θορυβώδη νεαρά ζευγάρια. Οι άντρες καμάρωναν "Κοιτά που σας φέραμε", οι γυναίκες είχαν το ύφος "Καλύτερα θα ήταν στην πισίνα". Τον είδαν και σταμάτησαν τις ομιλίες. Χαιρέτησε με ένα νεύμα αλλά απάντηση δεν πήρε. Γνωστή η θεωρία της Ελληνικής φιλοξενίας "Γιατί να χαιρετήσουμε έναν άγνωστο". Θυμήθηκε πιτσιρικάς όταν έμπαινε στο λεωφορείο με την μητέρα του πάντα χαιρετούσαν τον οδηγό, και αυτός μας χαιρετούσε πίσω, αλλά προχωρόντας προς τα καθίσματα χαιρετούσαν και τους επιβάτες που ήδη κάθονταν και αυτοί αντιγύριζαν τον χαιρετισμό. Τελικά είναι πολύ παλιός για να θυμάται τέτοια και τα ήθη σίγουρα άλλαξαν σχετικά με την ευγενεία, οπότε αποφάσισε να μην γκρινιάζει.



Κάθισε να τους παρατηρήσει, ανάβοντας άλλο ένα τσιγάρο και πίνοντας λίγο από τον χυμό μου. Εκατσαν στα βράχια και κοίταζαν τα κινήτα τους. Τράβαγαν φωτογραφίες κυρίως τους εαυτούς τους σε διάφορες πόζες, αδιαφορώντας για το τοπίο τριγυρώ. Οι φωνές τους ήταν δυνατότερες από των πουλιών, και τα συρσίματα μέσα στους θάμνους είχαν εξαφανιστεί. Ηταν οι κυριάρχοι του τόπου εκείνη την στιγμή και το έδειχναν αδιαφορώντας για όλα τα άλλα πλάσματα της περιοχής. Τελικά αυτό είναι ο άνθρωπος. Εισβάλλει στο χώρο διαφορών κατοίκων και τον κάνει δικό του χωρίς να τον νοιάζει αν ενοχλεί τους μόνιμους κάτοικους. Είναι ο βασιλιά της γης και όλοι οφείλουν υπακοή σε αυτόν. Οσο οι άνθρωποι έβρισκαν την τροφή τους κυνηγώντας, σεβόντουσαν τα ζώα. Μετανάστευαν σε άλλες περιοχές, αναζητώντας τροφή και έτσι διατηρούταν η ισοροπία της φύσης. Μόλις ο άνθρωπος άρχισε να γίνεται γεωργός και να παίρνει από την γη, εξολόθρευεσε τα πάντα γυρω του, για να είναι η γη του και τα οικόσιτα ζώα του ασφαλή. Η ισοροπία διαταράχτηκε και όσο ο άνθρωπος έβλεπε πως είχε δύναμη τόσο περισσότερα έπαιρνε από την γη, τόσο περισσότερο έχανε τον σεβασμό του για την φύση και τους κατοικούς της. Ισως τελικά αυτό να είναι το αποτελέσμα αυτών που βιώνουμε τις τελευταίες μέρες.


(Συνεχίζεται)
 

User C

well know member
Δημοσιεύσεις
3.737
Ολη αυτή η φασαρία τον χάλασε και έβαλε το κράνος του καβαλώντας την μηχανή. Κινήθηκε Δυτικά προς τον Αθανάσιο Διάκο, τον οποίο και πέρασε χωρίς στάση και χώθηκε στον δασικό δρόμο των Βαρδούσιων. Ο χωματόδρομος τον οδηγούσε όλο και ψηλότερα και ο ήλιος κόντευε να ακουμπήσει στον ορίζοντα. Είδε χαμήλοτερα δεξία του τον Εύηνο να κυλάει και ακολούθησε τους χωματόδρομους που οδηγούσαν προς αυτόν. Αρκετά αργότερα και αφού ο ήλιος είχε σχεδόν δύσει βρήκε το τέλειο γι αυτόν σημείο. Ενα πλάτωμα της όχθης αμμώδες και τα δέντρα να τον κρύβουν από το δρόμο. Πάρκαρε την μηχανή και έβγαλε την σκηνή του. Το φως θα χανόταν σύντομα και έπρεπε να την στήσει το συντόμοτερο. Αν οι φόβοι του του επέτρεπαν να ανάψει φωτιά δεν θα έστηνε καν σκηνή, αλλά θα κοιμόταν με ταβάνι τον ουρανό. Αλλά η εποχή ήταν περιέργη και με τόσες φωτιές στην Ελλάδα, προτίμησε να μην το κάνει. Μπορεί αυτός να ήξερε ότι ήταν ασφαλής αλλά η φωτιά θα πρόδιδε την θέση του και είχε απαγορευτεί η πρόσβαση σε δασικές περιοχές εκείνες τις μέρες. Ετοίμασε ένα γρήγορο δείπνο, με βρεγμένη γαλέτα και ντομάτες με αρκετή ρίχανη και αλάτι για να νοστιμήσει, και έμεινε στο σκοτάδι να κοιτάζει τις σκιές των βουνών τριγύρω του και τα αστέρια στον ουρανό.



Χάθηκε στον κόσμο του και είχε σκοτεινιάσει καλά, δεν ήθελε να μπει όμως στην σκηνή και να χάσει όλα αυτά τα αστέρια στον ουρανό. Εψαχνε να βρει αστερισμούς και να ονοματίσει και θυμήθηκε τα βράδια με την κόρη του που χάζευαν τον ουρανό και απαντούσε στις ερωτήσεις της. Τότε που η κόρη του τον είχε για υπερήρωα, γι αυτόν που ήξερε τα πάντα. Ακόμη και σήμερα όταν είχε κάποια σοβαρή απορία σε αυτόν πήγαινε αλλά τον χρόνο της τον περνούσε με το αγόρι της. Έτσι είναι τα πράγματα, και πολύ σωστά έκανε. Πόσο χρόνο να περάσει με τον πατέρα της, είχε όλο τον δρόμο μπροστά της και άνοιγε πλέον αυτή τους δρόμους της και τα μονοπάτια που ήθελε να ακολουθήσει. Οσο και αν το έπαιζε θιγμένος χαιρόταν που η κόρη του είχε το μυαλό να αποκολλήθει από πάνω του, χαιρόταν που την έβλεπε να δημιουργεί την ζωή της από το μηδέν, χαιρόταν που ολοκληρωνόταν σαν άνθρωπος. Με αυτές τις σκέψεις χώθηκε στην σκηνή και τον πήρε ο ύπνος.

Ξύπνησε λίγο πριν χαράξει από θορύβους τριγύρω του. Ήξερε πως υπήρχαν λύκοι στην περιοχή αλλά και πως τα τελευταία χρόνια είχαν δει κάποιες καφέ αρκούδες. Ανοιξε λίγο την πόρτα της σκηνής και κοίταξε προσεχτικά έξω. Τρία ζαρκάδια έπιναν νερό στο ποτάμι μπροστά του. Κάθε λίγο ένα από αυτά σήκωνε το κεφάλι κοιτάζοντας τριγύρω και μυρίζοντας τον αέρα. Ο θόρυβος από το φερμουάρ της σκηνής τα έκανε να σηκώσουν το κεφάλι και τα τρία. Κοίταζαν φοβισμένα τριγύρω και τα αφτιά τους ήταν τεντώμενα για τον παραμικρό θόρυβο. Ξαφνικά τινάχτηκαν και έφυγαν τρέχοντας και πηδώντας προς το δάσος. Βγήκε έξω από την σκηνή και τεντώθηκε. Μια βουτιά στο ποτάμι ήταν αυτό που ήθελε. Ένιωσε παντού πάνω του βελόνες να τον τρυπούν εξαιτίας του κρύου νερού. Κοίταξε τα βουνά τριγύρω με τις ελάχιστες ακτίνες φωτός να φτάνουν μέσα στο φαράγγι που είχε κατασκηνώσει. Μακρύτερα είδε κάποια αγριοκάτσικα να κρέμονται πάνω στα βράχια. Βγήκε από το νερό και έφτιαξε έναν στιγμιαίο καφέ ανάβοντας το πρώτο τσιγάρο της ημέρας. Δεν βιαζόταν αφού δεν είχε υποχρεώσεις πίσω που να τον περιμένουν, αλλά ούτε και στόχο να φτάσει κάπου. Που θα τον έβγαζε ο δρόμος σήμερα;


(Συνεχίζεται)
 
Τελευταία επεξεργασία:

User C

well know member
Δημοσιεύσεις
3.737
Βγήκε στην άσφαλτο στον δρόμο της Αρτοτίνας και συνέχισε βόρεια προς το Παλαιοχώρι το οποίο και πέρασε όπως και το Γαρδίκι γιατι του φάνηκαν, παρά την πρωινή ώρα, πολύβουα και με πολυκοσμία. Χώθηκε στον χωματόδρομο προς τα Βαλτονέρια και πέρασε μέσα απο το βουνίσιο δάσος. Η μηχανή κυλούσε χαλαρά ανάμεσα σε έλατα, χάθηκε σε μια δυο διασταυρώσεις και γυρνούσε προς τα πίσω. Σκέφτηκε πως όλοι τον περιμέναν στην Αθήνα από την προήγουμενη μέρα. "Πρέπει να πάρω ένα τηλεφώνο μόλις βρεθώ στον πολιτισμό". Με το που είδε τα κεραμίδια του χωριού κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Οι ρόδες πάτησαν άσφαλτο και αυτός ακόμη σκεφτόταν το δάσος πίσω του. Μια ταμπέλα "Αγιος Νικόλαος" τον καλωσόρισε στο χωριό και κατάλαβε πως είχε βγει αρκετά δυτικά κοντά στο Καρπενήσι.


Σταμάτησε μπροστα στο πρώτο καφενείο που είδε και απλώθηκε στην καρέκλα. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα είχε περάσει με την κόρη του από εδώ σε εκείνη την ημερήσια βόλτα που έκαναν τον γύρο της Στερεάς Ελλάδας. Ενας παραξενεμένος νέος βγήκε από μέσα και πήρε παραγγέλια. Κοίταξε το ρολόι του, ήταν 07:30 το πρωί. Μόλις του ακούμπησε το φλυτζάνι μπροστά του, τράβηξε μια ρουφηξιά για να νιώσει το μαύρο ζουμί να γεμίζει τις φλέβες του. Εστειλε ένα μύνημα πως είναι καλά και ότι είναι εκτός Αθηνών μαζί με το στίγμα του και απόλαυσε το χωριό που ξυπνούσε σιγά σιγά. Δεν είχε τραβήξει ούτε μια φωτόγραφία, δεν είχε ανοίξει καν την κάμερα. Κοίταξε το κινήτο του και αυτό χρειαζόταν φόρτισμα. Το έδωσε στον πιτσιρικά του καφενείου παρακαλώντας τον να το φορτίσει και έβαλε τα πόδια του στην διπλανή καρέκλα. Δεν θα σηκωνόταν από εκεί μέχρι να αποφασίσει τουλάχιστον ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσει.


Ενιωσε πραγματικά κουρασμένος. Σημάδι πως είχε γεμίσει από αυτό που χρειαζόταν τουλάχιστον για μια-δυο εβδομάδες. Δεν θα ανηφορίζε άλλο, τουλάχιστον μόνος του. Πήρε απόφαση να κάνει σύντομα ένα ταξίδι με την γυναίκα του, βόρεια. Πόσο βόρεια; Οσο αντέχουν. Προς στιγμήν άνοιξε το χάρτη να αποφασίσει ποια διαδρομή θα ακολουθούσε για την επιστροφή στην βάση του. Έψαχνε στον χάρτη πράσινα και μπλε σημεία. Όπου δάσος και λίμνη, όπου δάσος και ποτάμι, ρέμα. Ευκολο πράγμα αφού θα περνούσε από την Γκιώνα και τον Παρνασσό. Οι Εθνικές οδοί του έφερναν αλλεργία. Περισσότερη ώρα για να φτάσεις στον προορισμό σου, σημαίνει περισσότερες εικόνες στο μυαλό σου. Παρήγγειλε δεύτερο καφέ και αφού ένιωσε την κοιλιά του να γουργουρίζει δυνατά, ρώτησε αν υπάρχει κανένα αβγό. "Αβγά, να φάνε και οι κότες", του απάντησε γελώντας ο πιτσιρικάς και χάθηκε μέσα στο καφενείο.


Λίγα λεπτά αργότερα προσγειώθηκε μπροστά του μια τεραστίων διαστάσεων ομελέτα, με ντομάτα, τυρί, πιπεριές, λουκάνικο και μερικές φέτες χωριάτικο ψωμί. Μάζεψε τους χάρτες και η προσοχή του συγκεντρώθηκε στο πιάτο. Είχε να φάει από το προηγούμενο μεσημέρι, εκτός από εκείνες τις γαλέτες που έφαγε δίπλα στο ποτάμι. Ξέχασε τα πάντα με βοηθό τις μυρωδιές που έρχονταν από το πιάτο. Αφού ένιωσε πραγματικά γεμάτος, σηκώθηκε για να πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Έναν δρόμο που ακόμη δεν είχε σχεδιάσει. Θα άφηνε την τυχή να τον καθοδηγήσει προς το σπίτι του. Το μόνο που ήξερε σίγουρα πως θα κινούταν Νότια.


(Συνεχίζεται)
 

User C

well know member
Δημοσιεύσεις
3.737
Ρολάριζε χαλαρά προς Δομνίστα, με κατεύθυνση την τεχνητή λίμνη Εύηνου. Λίγο μετά το Κρίκελλο συνάντησε την πρώτη μοτοσυκλέτα της ημέρας. Είχε Ολλανδικές πινακίδες με δυο αναβάτες. Εναν άντρα και μια γυναίκα. Ενα φορτώμενο Africa, χιλιοταξιδεμένο όπως φαινόταν. Ο άντρας ήταν σκυμμένος κάτω και απο το ρεζερβουάρ και η γυναικά καθόταν στο σιδερένιο στηθαίο. Σταμάτησε πίσω τους και κατέβηκε από την μηχανή. "Χρειάζεσαι κάποια βοήθεια;" τον ρώτησε στα Αγγλικά, ελπίζοντας να μην πέσει σε Ολλανδό που δεν μιλάει Αγγλικά. Γύρισε και τον κοίταξε. "Μου έσβησε καθως οδήγουσα και κοιτάζω την τρόμπα. Είχε μείνει και αυτός παλιότερα από το ίδιο πρόβλημα και ήξερε πως να το αντιμετώπισει. Επιβεβαίωσαν μαζί πως η τρόμπα βενζίνης είχε παραδώσει πνεύμα και με ένα σφιγκτήρα την παρέκαμψαν ενωνοντας τα σωληνάκια της βενζίνης. Το μόνο θέμα είναι να παραμένει το τεπόζιτο γεμάτο. Κατηφόρισαν παρέα μέχρι την Δομνίστα σε αναζήτηση βενζίνης, αλλά δεν υπήρχε ούτε για δείγμα.


Πλεον στα κατηφορικό ο Πέτερ έσβηνε την μηχανή και την άφηνε να κυλάει ενώ αυτός ακολουθούσε από πίσω. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον αφήσει μόνο του πάνω στα βουνά. Θυμήθηκε τότε που είχε μείνει από βενζίνη στην Τουρκία ανάμεσα στην Αγκυρα και το Αφιόν Καραχισαρ. Είχε σταματήσει στην άκρη του δρόμου και σκεφτόταν ποιον να καλέσει για βοήθεια. Σταμάτησε ενα παλιο φορτηγάκι δίπλα του και τον ρώτησε στα Τούρκικα αν χρειάζεται βοήθεια. Λίγη ώρα αργότερα, με λίγα Αγγλικά, λίγα Τούρκικα, λίγα Ελληνικά και μπόλικες χειρονομίες, ο Τούρκος του γέμιζε βενζίνη το τεπόζιτο από ένα μπιτόνι. Είχε προσπαθήσει να τον πληρώσει αλλά αυτός αρνούταν πεισματικά. Τον είχε ακολούθησει μέχρι να κάνει στάση και ήπιαν μαζί τσάι, προσπαθώντας να συνεννοηθούν, πράγμα από δύσκολο ώς ακατόρθωτο. Σημασία είχε πως και οι δυο γελούσαν σαν παλιοί φιλοί πίνοντας τσαι με μπόλικη ζάχαρη. Εδωσαν τα χέρια, αγκαλιάστηκαν και έφυγαν με την ελπίδα κάποια στιγμή να ξανασυναντηθούν.


Εφτασαν στην τεχνητή λίμνη του Εύηνου χωρίς να βρουν βενζίνη πουθενά. Είχαν σταμάτησει και συζητούσαν για τις εναλλακτικές που είχαν. Πρότεινε να πάρει τον δρόμο προς Ναύπακτο μέχρι να βρει βενζινάδικο και να φέρει με ένα μπιτόνι 10 λίτρα. Θα είχε γεμίσει και το δίκο του και ετσι θα είχαν καβάτζα να γεμίζουν το Africa μέχρι την μέση ώστε να κινείται. Δεν ήταν ο δρόμος του από εκεί αλλά η εσωτερική του ηθική αυτό επέβαλλε να κάνει. Ξεκίνησε να βάλει κράνος και κάποιος τον σκούντηξε από πίσω. Γύρισε παραξενεμένος και εδώ στην ερημιά είδε τον Τάσο. Είχε χρόνια να τον συναντήσει.


Ο Τάσος είχε μετακομίσει στην Θεσσαλονική και έτσι από τότε που και οι δυο σταμάτησαν να οργώνουν την Ελλάδα για επαγγελματικά ταξίδια, χάθηκαν. Μιλούσαν πότε πότε στο τηλέφωνο ή αντάλλασαν ευχές στο messenger αλλα είχε περάσει μια πενταετία που είχαν να συναντηθούν. Αγκαλιάστηκαν και γελούσαν σαν να μην είχε περάσει μια μέρα. Του σύστησε την φρέσκια του παρέα των Ολλανδών και του είπε πως πρέπει να κατεβεί μέχρι την Ναύπακτο για βενζίνη. "Εισαι τρελός ρε; Θα βγάλουμε από το αυτοκίνητο.". Βρήκαν εναν μικρό ποτιστικό σωλήνα και γέμισαν τα δύο πεντάλιτρα μπιτονάκια των Ολλανδών με βενζίνη. Λίγα λεπτά αργότερα το Africa ήταν γεμάτο και τα δυο μπιτονάκια επίσης. Πήγε ο Peter να τον πληρώσει, ο Τάσος στράβωσε..."Μια μέρα ίσως μου βάλεις εσύ βενζίνη" του είπε.


(Συνεχίζεται)
 
Τελευταία επεξεργασία:

Sapiokaravo

well know member
Δημοσιεύσεις
3.610
Ηλικία
54
Περιοχή
Far west
Μοτοσυκλέτα
Ιταλιδα με μεταπτυχιακο.
Όνομα
Χρηστος
Μια μικρη παρενθεση, απο το ιδιο σημειο θα γυριζα Καρπενησι για βενζινη.
Η αλλιως Θερμο, η Ναυπακτος πολυ μακρια!
Συνεχισε να μας ταξιδευεις ετσι ομορφα. Smileys drinking beer Emoticon
 

User C

well know member
Δημοσιεύσεις
3.737
Μια μικρη παρενθεση, απο το ιδιο σημειο θα γυριζα Καρπενησι για βενζινη.
Η αλλιως Θερμο, η Ναυπακτος πολυ μακρια!
Συνεχισε να μας ταξιδευεις ετσι ομορφα. Smileys drinking beer Emoticon
Ναι αλλά δεν θα έβρισκαν τον Τάσο.

(Εκεί που η αλήθεια μπλέκεται με τον μύθο δημιουργείται το μυθιστόρημα)
 

User C

well know member
Δημοσιεύσεις
3.737
Τα παιδιά τους χαιρέτησαν συνέχισαν προς την Ναύπακτο. Εμειναν με τον Τάσο και είπαν να γυρίσουν μέχρι το διπλανό χωριό να τα πούν. Σταματήσαν στο πρώτο καφενείο στην Αράχοβα και παραγγείλαν καφέδες. Δεν σταματήσαν να μιλούν, να λένε όσα δεν είχαν πει τόσο καιρό. Ο ένας διέκοπτε τον άλλον και πετάγονταν από το ένα θέμα στο άλλο. Εδειχναν φωτογραφίες των παιδιών τους στα κινητά. Κοιτάζονταν στα μάτια και αναρωτιόντουσαν "Γιατί ρε γαμώτο χαθήκαμε". Οι κάφεδες έγιναν τσίπουρα με μεζέδες, οι μεζέδες έγιναν φαγητό κανονικό. Κάποια στιγμή ρώτησαν ταυτόχρονα "Τι κάνεις μόνο εδώ πάνω ρε;". Γέλασαν, απάντησε πρώτος ο Τάσος. "Φίλε δεν άντεχα άλλο. Εστω και με το αυτοκίνητο έπρεπε να χαθώ. Ημουν στην Ηλεία για διακοπές με την οικογένεια, εγώ πρέπει να γυρίσω στην δουλειά αύριο και οι υπόλοιποι θα μείνουν άλλες δέκα μέρες. Δεν πήρα την Εθνική αλλά τα βουνά να θυμηθώ τα παλιά". Τον κοίταξε σαν να αναγνώριζε τον δίδυμο αδέρφο του στην ψυχή. Πάντα είχαν τις ίδιες ανάγκες.


Πόσα βράδια δεν είχαν καβαλήσει μαζί και χάθηκαν στους δρόμους απλά για να φύγουν. Αραχτοί σε κάποια ακροθαλασσιά με μπύρες στο κουτάκι στο χέρι χωρίς να μιλούν. Πόσες φορές δεν έστησαν σκηνές στην μέση του πουθενά. Πόσες φορές δεν είχαν χαθεί σε δασικούς δρόμους ελπίζοντας εκείνο το αρχαιο Garmin GPS να κατάφερνε με το drive back να τους καθοδηγήσει στο μονοπάτι που τους είχε φτάσει μέχρι εκεί. Ποσές φορές δεν είχαν ακούσει ο ένας την ανάσα του άλλου ανηφορίζοντας μονοπάτια στα βουνά. Θυμήθηκε το τσιγάρο που είχαν μοιραστεί στον Μύτικα, στην κορυφή της Ελλάδος, και ας μην κάπνιζε ο Τάσος. Εκείνη την στιγμή ήθελε μια τζούρα. Σηκώθηκαν αγκαλιάστηκαν και ο καθένας έφυγε προς το όχημα του. Κοιτάχτηκαν ξανα και χαιρετήθηκαν με ένα νεύμα. Δεν χρειαζόταν να πουν τίποτα. Ο καθένας τους έδινε υποσχέση πως δεν θα περνούσε τόσος καιρός μέχρι να τα ξαναπούν. Ο Τάσος πήρε το δρόμο για το Κρίκελλο, ενώς αυτός πήρε τον δρόμο Ανατολικά προς Κλεπά.


Είχε βάλει στόχο να φτάσει στην τεχνητή λίμνη του Μόρνου περνώντας μέσα από μικρά χωριά. Οι ταμπέλες διαδέχονταν η μια την άλλη. Το τοπίο άλλαζε από έλατο σε ημιπεδινό και αυτός απλά προχωρούσε. Αμπελακίωτισα, Ανω Χώρα, Ελατού, Ρέρεσι και σε λίγο η λίμνη φαινόταν στο βάθος. Φτάνοντας του είχε ήδη φύγει η δίψα για ταξίδι. Πήρε τον παραλιακό δρόμο Νότια, πέρασε πάνω το φράγμα και από την Πεντάπολη κατευθύνθηκε προς το Γαλαξίδι. Πάρκαρε την μηχανή στο μικρό λιμάνι και κάθησε σε ένα καφέ κοιτάζοντας Δυτικά. Σκέφτηκε τον Τάσο. Επρεπε να βρει ένα τρόπο να συναντηθούν σύντομα. Με το που έπεσε ο ήλιος ξεκίνησε κι αυτός προς την Αθήνα.

(Συνεχίζεται)
 

User C

well know member
Δημοσιεύσεις
3.737
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο

Τρεις μέρες στο γραφείο, παρά του ότι ήταν ακόμη σε άδεια, και το μυαλό του είχε ήδη γεμίσει με σχεδιαγράμματα, τεχνικές προδιαγραφές, γήπεδα και χορτάρια. Από την μια ο ψυχαναγκασμός του ότι έπρεπε να δουλέψει. Κάθε φορά που ήταν σε διακοπές τον έπιαναν κάποια στιγμή οι τύψεις ότι έπρεπε να δουλέψει. Γι αυτόν διακοπές ήταν κλειστά κινητά, computer, σε μέρη χωρίς σήμα και internet, με αρκετά βιβλία και χαλάρωση κάτω από σκιές δέντρων ή βράχων. Από τότε όμως που αποφασίσε πως δεν μπορούσε να δουλεύει για άλλους, και δεν υπήρχε σταθερός μισθός, παρ' όλο που τα έβγαζαν πέρα αρκετά καλά παρά την κρίση, είχε αυτό το μόνιμο άγχος. Οτι έπρεπε να δουλεύει. Για τρεις μέρες η ματιά του δεν λοξοδρόμησε προς social media, μοτοσυκλέτες, φίλους. Ετοιμαζόταν μόνο για την νέα χρονιά. Εδω και πολλά χρόνια είχε οργανώσει έτσι το μυαλό του πως πρωτοχρονιά είναι τον Σεπτέμβρη.


Είναι η φυσική ακολουθία. Σεπτέμβρη ξεκινούν οι ετοιμασίες για το χείμώνα, ξεκινούν τα σχολεία, μπαίνουμε όλοι σε ρυθμούς εργασιακούς μετά από την ραστώνη του καλοκαιριού. Ανοίγουν τα μαγαζιά με καινούργιες βίτρινες. Σεπτέμβρη φεύγει η κάψα του καλοκαιριού, και έρχεται μια καινούργια αρχή. Αυτή είναι η Πρωτοχρονιά. Τον Ιανουάριο ουσιαστικά δεν άλλαζει τίποτα εκτός από καινούργια ημερολόγια. Περνάς ένα χείμωνα με κρύο που σε μαζεύει μέσα, μια Ανοιξη που βγαίνεις προς τα έξω, συνήθως με αρκετή δουλειά, ένα καλοκαιρί που όλα τα έχεις γραμμένα στα παλιά σου παπούτσια. Βγαίνεις τα βράδια έξω, συναντιέσαι με φίλους, Κυριακάτικα μπάνια, ελευθερία. Τέλος φεύγεις και πας διακοπές με τα πάντα κλειστά στην πολή...και τον Σεπτέμβρη ξεκινάς από την άρχη.


Χτύπησε μια ειδοποιήση στον υπολογιστή του για νέο email. Κοίταξε στην εφαρμογή και είδε πως ήταν στον επαγγελματικό του λογαριασμό. Κοίταξε τον καφέ του δίπλα πως τελείωνε, και αποφάσισε να το ανοίξει σε λίγο. Πρώτα έπρεπε να γεμίσει καφέ. Περπάτησε μέσα στο άδειο γράφειο μέχρι την κουζίνα και έφτιαξε τον δεύτερο κάφε της μέρας. Δοκίμασε πριν ξεκινήσει για πίσω και έκανε εναν μορφσμό αποδοκιμασίας. Επρεπε να το υποστεί. Ποτέ δεν ευχαριστιόταν τον καφέ που έφτιαχνε μόνος του αλλά όλα τα καφέ της περιοχής ήταν κλειστά λόγω διακοπών. Επεσε στην πολυθρόνα του και κοίταξε το mail που του είχε έρθει. Ηταν από τον συνεργάτη του στην Ρουμανία που τον ενημερώνε για κάποιον ενδιαφέρομενο για συνεργασία στην Κροατία.


Το μυαλό του ήδη ταξίδευε στις Δαλματικές ακτές. Ταξίδευε νοερά σε άλλες εποχές. Τότε που η πληροφορία δεν ήταν εύκολα προσβάσιμη και έπρεπε να είσαι τυχερός για να δεις κάτι που δεν το ήξεραν οι άλλοι. Θυμήθηκε τότε που ήταν με τον Παναγιώτη στο Dubrovnic και είδαν τα αρχαία εκείνα ferry που έφευγαν από το λιμάνι. Ετσι από περιέργεια πήραν ένα και κατέληξαν στο Lopud, όπου χάθηκαν σε μια 70's ψυχεδέλεια και με το ζόρι έφυγαν μετά από 3 μέρες. Θυμήθηκε τότε που τα βράδια κλείδωναν τις μοτοσυκλέτες πάνω τους για να κοιμηθούν γιατί η τότε Γιουγκοσλαβία δεν ήταν και το πιο ασφαλές μέρος για να διανυκτερεύσεις. Ακόμη και τον τεράστιο γύρο που έκαναν για να αποφύγουν την Αλβανία.


Τελείωσε αρκετά αργότερα την μελέτη που ετοίμαζε. Της έριξε μια τελευταία ματιά και ευχαριστημένος την έσωσε για να είναι έτοιμη να φύγει το πρωι. Απάντησε ευχαριστώντας τον Gordie στην Ρουμανία και έστειλε ένα αναγνωριστικό mail στην εταιρία στην Κροατία. Κοίταξε το ρολόι απέναντι και πήρε απόφαση πως αρκετά είχε δουλέψει για εκείνη την μέρα. Σηκώθηκε και άρχισε να ετοιμάζει τα πράγματα του για να φύγει. Εκλεισε το laptop και το έβαλε στην τσάντα του, μάζεψε τα χαρτια γιατί θα τον ενοχλούσαν να είναι παρατήμενα πάνω στο γραφείο την επόμενη μέρα. Πέταξε τα σκουπίδια του και έβαλε το μπουφάν της μηχανής. Την ώρα που πήρε το κράνος στα χέρια χτύπησε το τηλέφωνο του γράφειου. Το κοίταξε χωρίς να είναι σίγουρος αν πρέπει να το απαντήσει ή όχι. Το τήλεφωνο συνέχισε και χτυπούσε.


Κρέμασε ξανά το κράνος στον καλόγερο και έτρεξε να προλάβει το τηλεφωνο. Σήκωσε το ακούστικο και προσπάθησε να συγκεντρώσει την ανάσα του και να μην ακουστεί πως έτρεχε. Μια νεανική φωνή τον χαιρέτισε από την άλλη μεριά της γραμμής και του συστήθηκε ως Erkan. Ηταν ο Κροάτης που του είχε στείλει το mail πριν λίγα λεπτά. Ηταν ενθουσιασμένος που του απαντήσε στο mail, του μίλαγε για διάφορα έργα που είχε κάνει και άλλα που ήταν στον προγραμματισμό. Ο ενθουσιασμός του Erkan τον έκανε και ξαναέκατσε στο γραφείο. Μίλησαν αρκετή ώρα διάφορα της δουλειάς μέχρι που ο Erkan του ζήτησε να συνεχίσουν την Δευτέρα, γιατί ήταν Παρασκεύη μεσημέρι και είχε κανονίσει με δυο φίλους να πάνε μέχρι την Rijeka με τις μηχανές.



Χαμογέλασε, δικός τους ήταν. Η κουβέντα αναθερμάνθηκε πλέον όχι επαγγελματικά αλλά μοτοσυκλετιστικά. Αρχισαν να μιλουν για βόλτες, ταξίδια, για μοτοσυκλέτες, για παρέες. Κοίταξε το ρολόι, είχε ήδη περάσει ένα μισάωρο. Του πρότεινε να κλείσουν εκεί, και θα τα έλεγαν σύντομα για τα πάντα. Ο Erkan ακούστηκε αγχωμένος, μήπως είχε πει κάτι που τον είχε ενοχλήσει. Του εξήγησε πως η κλήση είχε πολύ μεγάλη διάρκεια και έπρεπε να φύγει από το γράφειο, όπως και αυτός από το δικό του. Θα ήταν καλύτερα να έκαναν μια τηλεδιάσκεψη την Δευτέρα το πρωί, πιο άνετα και να μιλήσουν για τα πάντα. "Γιατι τηλεδιάσκεψη και να μην κανονίσουμε καλύτερα ένα ραντεβού από κοντά;", αντιπρότεινε ο Erkan.



(Συνεχίζεται)
 

User C

well know member
Δημοσιεύσεις
3.737
"Μπορώ να έρθω εγώ Αθήνα, αν και ο καιρός μέχρι και τον Οκτώβριο είναι υπέροχος για βόλτες με την μηχανή στην Κροατία. Μπορείς να το συνδυάσεις για μια βόλτα, που θα πάμε μαζί σε μέρη που οι Κροάτες ξέρουμε, και να κάνουμε και την δουλειά", τον προκάλεσε. Του είχε πετάξει το γάντι και αυτό βρισκόταν στα μπροστά στα πόδια του. Προσπάθησε να συγκροτήσει την σκέψη του που ήδη ταξίδευε προς τα σύνορα. "Σου υπόσχομαι", του απάντησε, "πως την Δευτέρα το πρωί θα σου απαντήσω. Αν και η πρόταση σου ήδη έχει αρχίσει και τριγυρίζει στο μυαλό μου". Εκλεισαν το τηλέφωνο και πήρε το κράνος του απο το καλόγερο. Βγήκε από το γραφείο στο δρόμο και καβάλησε την μηχανή. Μπροστά του δεν έβλεπε το αστικό τοπίο της Νέας Ιωνίας, αλλά αριστέρα του έβλεπε την Αδριατική και δεξία του τις μεσαιωνικές πόλεις και τα κάστρα. Δεν το παραδεχόταν ακόμη, αλλά αυτό το ταξίδι θα γίνοταν σίγουρα μέσα στις επόμενες εβδομάδες. Τι έλεγε στην βόλτα του στα βουνά; "Να ταξιδέψει Βόρεια με την γυναίκα του". Η ευκαιρια ήταν μπροστά του.


Από την Παρασκευή το μεσήμερι τρωγόταν με τα ρούχα του και είχε φτάσει Κυριακή. Ακόμη δεν της το είχε πει. Εμπαινε στο μπάνιο και έφτιαχνε σενάρια της συζήτησης, έψαχνε να βρει απαντήσεις σε κάθε άρνηση της. Τα βράδια έβαζαν να δουν ταινία και αυτός σκεφτόταν την βόλτα στην Κροατία. Πόσα χρόνια είχαν περάσει από το τελευταίο του πέρασμα από εκεί; Καθόταν και μέτραγε βόλτες. Το 2008 είχαν πάει Ιταλία, το 2009 ήταν στην Τουρκία, το 2010 έμπλεξε με την δουλειά...πιο παλιά ήταν. Το 2003 ήταν που είχαν περάσει μαζί από αυτά τα μέρη. Πριν την Τουρκία του 2006 και μετά τις ΗΠΑ του 2001. Δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια είχε να περάσει με την μηχανή από αυτά τα μέρη.


Η Ρούλα τον κοίταζε με την άκρη του ματιού της. Τον είχε καταλάβει πως κάτι έχει όλο το Σαββατοκύριακο. "Θα μου πεις τι έκανες πάλι;", τον ρώτησε παίζοντας την θυμωμένη. Μπορεί να ήταν 22 χρόνια μαζί, αλλά της άρεσε να τον πειράζει. Είχαν περάσει μαζί τόσα πολλά. Ταξίδια, βόλτες, εκδρομές σε όλο τον κόσμο για δουλειά και διασκέδαση. Είχαν περάσει περιόδους δύσκολες οικονομικά που με το ζόρι έβγαζαν τον μήνα, αλλά και περιόδους που ξόδευαν αλόγιστα. Είχαν τσακωθεί άσχημα πολλές φορές αλλά ποτέ δεν κοιμήθηκαν τσακώμενοι. Πάντα πριν κοιμηθούν έπρεπε να τα ξαναβρούν. Κοιτάζονταν και γελούσαν για ολά. Γι αυτά που έζησαν, γι'αυτά που θα ζήσουν, για τα δυο τους παιδιά.


Η σχέση της όμως με την μηχανή τα τελευταία χρόνια δεν ήταν και η καλύτερη. Βλέπετε όταν την είχε γνωρίσει το 1999 και αφού είχαν κανει μαζί τις πρωτές διακοπές με μοτοσυκλέτα, την είχε ρίξει με αρκετά χιλιόμετρα στο κέντρο της Αθήνας. Η πρώτη τους γνωριμία είχε γίνει πάνω στην μηχανή. Ηταν μαζί σε ένα φιλικό τραπέζι σε κάποιά ταβέρνα των Εξαρχείων και φεύγοντας από εκεί μαζί, προσφέρθηκε να την πάει μέχρι τον προορισμό της. Μιλούσαν πάνω στην μηχανή σαν γνωρίζονταν χρόνια και κατεληξαν να συνειδητοποιήσουν πως σκέφτονταν το ίδιο στα περισσότερα θέματα. Οταν έφτασαν αντάλλαξαν τηλεφώνα και από την επόμενη κιόλας μέρας ήταν μαζί. Από εκείνο τον Απρίλιο του 1999.


Το ίδιο καλοκαίρι ταξίδεψαν με την μηχανή στην Ζάκυνθο και αργότερα την ίδια χρονιά στο camping της Αγ. Αννας που πλέον δεν υπάρχει από την φωτιά. Ηταν η πρώτη φορά που η Ρούλα θα ταξίδευε με μοτοσυκλέτα και είχε πολύ πλάκα όταν της έδωσε την μια πλαϊνη βαλίτσα και της είπε ότι εκεί μέσα πρέπει να χωρέσει τα πάντα για δεκαπέντε μέρες. Μετά τις αρχικές αντιρρήσεις της κατάφερε και να τα χωρέσει και να περισσέψει και χώρος. Τον ίδιο Σεπτέμβρη ήταν που έπεσαν, καθαρά από βλακεία του. Ευτυχώς μόνο με επιφανειακά χτυπήματα, αλλά με σημάδια στα γόνατα τους και τα χέρια τους μέχρι σήμερα. Θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερα, αφού έπεσαν με πολλά χιλιόμετρα, και μέσα στην κινηση της βραδυνής Αθήνας, αλλά στάθηκαν υπερβολικά τυχεροί. Μια τύχη που δεν ξέρουν ποιος τους έδωσε, και πιστεύουν πως ακόμη την χρωστούν, αλλά μια τύχη που τους έκανε να είναι μαζί μέχρι σήμερα. Το πέσιμο ήταν αυτό που τους ένωσε περισσότερο. Περνούσαν καλά μαζί αλλά με το πέσιμο και ότι ακολούθησε αυτό ήταν η κόλλα να μείνουν μαζί.


Από εκείνη την στιγμή η Ρούλα στον δρόμους δεν κοίταζε μακρυά. Κοίταζε την γραμμή του δρόμου να έρχεται προς το μέρος της σε κάθε στροφή και αυτό την τρόμαζε. Βέβαια όλο αυτό δεν την εμπόδισε να γράψει χιλιάδες χιλιόμετρα σε Ελλάδα και εξωτερικό μαζί του. Είχε τον φόβο, τον εξέφραζε, αλλά ταξίδευε και μάλιστα ταξίδευε πολύ και με οποιεσδήποτε συνθήκες. Είχαν φάει βροχή, χιόνι, κρύο. Είχαν μείνει στην μέση του δρόμου, είχαν σταματήσει σε κάθε πιθανό σημείο για καφέ. Είχε κάτσει στην σέλα για 500 συνεχόμενο χιλιόμετρα χωρις να πει το παραμικρό. Και φυσικά σε όλα τα ταξίδια χωρίς ενδοεπικοινωνία. Ηταν η τρέλα τους, τα πάντα που χρειάζονταν τα έλεγαν με χειρονομίες δηλαδή τα απολύτως βασικά. Μια φορά έβαλαν ενδοεπικοινωνία στο ταξίδι, τότε στην Βενετία, και κατέληξαν τσακωμένοι. Μπήκαν στο καράβι της επιστροφής στην Ancona προς Πατρα και δεν μίλησαν καθόλου μέχρι την Αθήνα, παρόλο που την ενδοεπικοινωνία την είχαν ήδη ξηλώσει από το San Marino. Τώρα μετά από τόσα χρόνια ξαναέβαλαν ενδοεπικοινωνία αλλά ακόμη δεν είχαν κάνει ταξίδι μας.


Το βασικότερο της πρόβλημα είναι πως οι φοβίες είχαν μεγαλώσει μαζί με τα παιδιά. Κάπου το καταλάβαινε πως γινόταν υπερβολική μερικές στιγμές, κάπου καταλάβαινε και αυτός που εκείνη φοβόταν και τα βρίσκαν στην μέση. Αλλά είχαν να ταξιδέψουν μαζί από το 2010. Εντεκα χρόνια αποχής είναι πολλά και έπρεπε να μάθει τα πάντα από την αρχή, την στιγμή που δεν ήθελε να τα μάθει γιατί φοβόταν. Και υπήρχε και ο σεβασμός του προς τις φοβίες, αλλά ταυτόχρονα του είχε λείψει τόσο πολύ να την έχει μαζί του. Περνούσε υπέροχα στι βόλτες με την κόρη του, της μάθαινε τόσα πράγματα, αλλά του είχε λείψει η Ρούλα στην βόλτα. Να πειράζονται, να γελάνε, να σταματούν όπου τους αρέσει και για λίγες ώρες, για λίγες μέρες να μην τους νοιάζει τίποτα.



(Συνεχίζεται)
 

User C

well know member
Δημοσιεύσεις
3.737
(κάποτε διαβάζαμε βιβλία, με τον καιρό πλέον σταμάτησαμε τα βιβλία και αρχίσαμε να διαβαζούμε σε φορουμ και sites. Πλέον σταματήσαμε να το κάνουμε και αυτό και θέλουμε βίντεο και εικόνες με έναν τίτλο πιασάρικο. Τα βιβλία όμως είναι εκεί στην βιβλιοθήκη στο βιβλιοπωλείο και περιμένουν κάποιον από εμάς να τα πιάσει, να τα ανοίξει να τα διαβάσει για να μας προσφέρουν αυτό που δεν μπορεί κανείς άλλος. Να μας ταξιδέψουν 20000 λεύγες κάτω από την θαλασσα, στον ουρανό και στ'αστρα ή στο πιο αποκρυμνο βουνό.)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ


Tρεις μέρες τρωγόταν με τα ρούχα του ο Τάσος. Από εκείνη την συνάντηση στον Εύηνο και τις συζητήσεις μετά, μέχρι αυτή η τελική ματιά που έριξαν ήταν σαν του έλεγε "Είσαι μαλάκας, άντε καβάλα να φύγουμε". Κοίταξε το ρολόι, ήταν περασμένες έξι το απόγευμα. 'Εκλεισε το computer και τα φώτα και ξεκίνηση να ανέβη στο ίσογειο. Ενάμιση χρόνο, δούλευε από το σπίτι, και είχε φτιάξει στο υπόγειο δίπλα στο γκαράζ ένα χώρο για να δουλεύει. Πόσο περισσότερο να δουλέψει στην κούζινα και στο σαλόνι; Ηθελε να νομίζει ότι βγαίνει από το σπίτι. Αυτο το lockdown τον είχε αλλάξει όπως και τους περισσότερους. Ηθελε να βγει έξω, να πάει στο γραφείο κανονικά, να μιλήσει με τους συναδέλφους του, να πειραχτούν στον πρωινό καφέ, να σταματήσει για μια στιγμή και να χαζέψει έξω από το παράθυρο την κίνηση στον δρόμο.


Η ζωή του όλη ήταν ξύπνημα, πρωινό, κατέβασμα στο υπογείο και δουλεία για εννιά με δέκα ώρες, επιστροφή στο σπίτι (τα δέκα σκαλοπάτια), φαγητό και άραγμα στον καναπέ και να χαζεύει σειρές στην τηλεόραση είτε να χαζεύει την οθόνη του κινήτου του στα social media, και την επόμενη μέρα πάλι το ίδιο. Το ίδιο πράγμα τις τελευταίες 490 μερές. "Νομίζω πως πρέπει να αρχίσω να χαράζω τις μέρες στον τοίχο", σκέφτηκε και χαμογελάσε στην σκέψη. 'Ανοιξε την πόρτα του υπογείου και φως έλουσε τα σκαλοπάτια. Με την άκρη του ματιού του είδε κάτι να γυαλίζει και γύρισε... Ηταν εκεί, πάνω στο διπλό σταντ, σκονισμένη, ακούνητη. Αντιστάθηκε στον πειρασμό να πάει προς τα εκεί. Ανέβηκε γρήγορα τα σκαλοπάτια και έκλεισε την πόρτα πίσω του.


Πήγε μέχρι την κούζινα και κοίταξε τι υπήρχε για φαγητό. Εφτιαξε κάτι πρόχειρο και κάθισε στον πάγκο της κουζίνας με το πιάτο μπροστά του. Η μέρα έξω ήταν καυτή και πάλι. Κοίταξε από την μπαλκονόπορτα της κουζίνας την θάλασσα μακρυά του. Από την ζέστη τρεμόπαιζε ο ορίζοντας μπροστά του. Δάγκωσε ανόρεχτα το σάντουιτς και κοίταξε το σπίτι. "Πρέπει να συμμαζέψω. Γυρνάει αύριο η Κλαίρη και θα αρχίσει την γκρίνια για το σπίτι", σκέφτηκε και δάγκωσε άλλη μια γερή στο σάντουιτς. Το κοίταξε παραξενεμένος. "Τι σκατά έβαλα μέσα και δεν έχει καθόλου γεύση;". Συνέχισε να τρώει, πηγαίνοντας προς το καθιστικό. 'Ανοιξε την τηλεόραση, είδησεις και ανταποκρίσεις από τα μέτωπα της φωτιάς σε όλη την χώρα. Θυμήθηκε τότε που έμενε στην Αθήνα που ο τον πήρε ο άλλος και πήγαν και έγιναν εθελοντές δασοπυροσβέστες. Πόσες αναμνήσεις είχαν μαζί. Πόσες φορές είχαν μοιραστεί το φαγητό τους και το ποτό τους.


Είχαν γνωριστεί τυχαία σε ένα μπαρ. Τα έπιναν δίπλα σε διπλανές παρέες και κάποια στιγμή τον είχε σκουντήξει κατά λάθος και χύθηκε το ποτό του. Πήγε να γίνει παρεξήγηση, αφού ο Τάσος ήταν πάντα έτοιμος για καβγά στην ηλικία που όλα τα αγόρια ήταν κοκκόρια. Του ζήτησε συγνώμη χαμογελόντας, και φώναξε τον σερβιτορό να ρωτήσει τι έπινε. Παρήγγειλε ένα μπουκάλι και προσφέρθηκε να το πιουν παρέα. Οι δυο παρέες έγιναν μία, και αυτός ανάμεσα τους να περιφέρεται χαμογελόντας σαν τους ήξερε καιρό. Ηταν το αντίθετο από τον Τάσο. Εκεί που ο Τάσος ήταν κλειστός αυτός ήταν κοινωνικός, εκεί που ο Τάσος δεν έλεγε πολλά αυτός μιλούσε με τους πάντες για τα πάντα. Εκει όμως που ο Τάσος σκεφτόταν τις συνέπεις, αυτός έμπαινε με ρίσκο χωρίς να τον νοιάζει τίποτα. "Αραγε να είναι έτσι και τώρα που παντρεύτηκε και έκανε παιδιά;" αναρωτήθηκε ο Τάσος, ενώ στην τηλεόραση ήταν ένας βουλευτής της κυβέρνησης που ούρλιαζε προσπαθώντας να πείσει για ότι τα είχαν κάνει όλα καλά και δεν φταίνε αυτοί για τις καταστροφές. Νευρίασε και έκλεισε την τηλεόραση.


Χτύπησε το τηλέφωνο και και κοίταξε την οθόνη. Ηταν η Κλαίρη η γυναίκα του, αλλά εκείνη την στιγμή ήθελε να δει κάποιον άλλο στην όθονη. Φόρεσε το χαμογέλο του και απάντησε. Στην οθόνη ήταν η γυναίκα του με την μικρή του κόρη αγκαλιά και τον χαιρετούσαν. "Αύριο θα είμαστε πάνω, πες στον μπαμπά", έλεγε και κουνούσε τα χεράκια της μικρής που κοίταζε περίεργα. Ο Τάσος της έκανε γκριμάτσες και το μικρό γελούσε. "Τι ώρα περίπου θα είστε πάνω;", ρώτησε. "Θα ξεκινήσουμε νωρίς με τα παιδιά και χωρίς άγχος πιστεύω πως νωρίς το απόγευμα θα είμαστε πάνω", του απάντησε. Μίλησαν λίγο ακόμη και χαιρέτησε μαμά και κόρη ακουμπώντας το τηλέφωνο στο τραπεζάκι μπροστά του.

(Συνεχίζεται)
 

User C

well know member
Δημοσιεύσεις
3.737
εχεις περασει σεμιναρια λογοτεχνιας ;;;;
Νομίζεις ότι τα χρειάζομαι; Λες να γραφτώ; Πάω να ψαχτώ

(πάντως είναι έτοιμα ακόμη δυο κεφάλαια και συνεχιζω...βρηκα την εμπνευση στις διακοπες και την ωρα ηρεμιας τωρα...)
 

User C

well know member
Δημοσιεύσεις
3.737
Top Bottom