αφιερωμενο στους νταλκαδιαρηδες φίλους μου....
Είμαι τραγούδι, είμαι λαός. 17 χρόνια χωρίς τον Στέλιο Καζαντζίδη.
του Γιώργου Μηλιώνη
Δεν ήταν τόσο η αδιαμφισβήτητη, ακόμα και από όσους έχουν ενστάσεις, “ φωνή” του, όσο η ερμηνεία του, απόσταγμα μιας ζωής που στάθηκε όρθια μέσα σε χίλια-μύρια βάσανα.
Δεν ήταν τόσο τα “ μεράκια” και οι “ καημοί” του απλού κόσμου που τραγούδησε, όσο η πίστη που ανάβλυζε από την ερμηνεία του, ότι οι άνθρωποι του μόχθου, είναι εκείνοι που έχουν την δύναμη να αλλάξουν τα πράγματα.
“ Επίσημα”, δυστυχώς για μια ακόμη φορά, ένας “ ξεχασμένος”, αλλά “ ανεπίσημα”, όλα όσα ήταν φτερουγίζουν ακόμα στις λαϊκές γειτονιές.
Κάθε “ υμνοποίησή” του, όπως και η “ αγιοποίηση” κάθε “ παλιού” είναι άγονη, ενώ εξίσου άγονο είναι και το “ πείραγμα” των τραγουδιών που ερμήνευσε, έξω από το ιστορικοκοινωνικό και μουσικό πλαίσιο που επέτρεψε να γεννηθούν.
Η μόνη και μεγαλύτερη τιμή που του αξίζει είναι το διαλεκτικό ξεπέρασμα, αυτών των ερμηνειών, στη αέναη πορεία του λαϊκού τραγουδιού, με νέες δημιουργίες, με νέα ακούσματα, που να αφομοιώνουν τα όσα προσέφερε και αυτός και οι άλλοι μεγάλοι λαϊκοί βάρδοι και ταυτόχρονα να τον ξεπερνούν, αντανακλώντας, ως έργα τέχνης, την κοινωνική συνείδηση της εποχής μας και πριν απ’ όλα και πάντα των ανθρώπων του μόχθου που στη δική του εποχή, βρήκαν απαντοχή σε ορισμένα από τα διαμάντια που τραγούδησε ο Στέλιος και τα οποία δεν πρέπει να ξεχαστούν γιατί είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας αυτού του τόπου και αυτού του λαού.
Ήταν ο άνθρωπος που έκανε τα ελληνικά διαβατήρια, όπου γης, να τραγουδούν. Η φωνή του «μύριζε» βασιλικό κι ασβέστη, όπως οι αυλές των φτωχόσπιτων στις λαϊκές γειτονιές, στον λυγμό του τρεμόπαιζε εκείνο το βουβό -και γι’ αυτό αβάσταχτο- δάκρυ που κυλούσε, καμιά φορά, στα μάτια του λαού, που το μόνο που έκανε στη ζωή του ήταν υπομονή…
Μόνο που ώρες-ώρες αυτή η υπομονή γινόταν αβάσταχτη και όταν δεν εύρισκε άλλη διέξοδο, γινόταν τραγούδι με τη φωνή του Καζαντζίδη, φλόγα κεριού που τρεμόπαιζε σαν θυσία στους θεούς της ελπίδας…
Η φωνή του ήταν μέσα στο λαϊκό σπίτι σε εκείνη τη γωνιά που το καντήλι φώτιζε την εικόνα του Χριστού και το «κάντρο» με τα γαμήλια στέφανα του πατέρα και της μάνας…
Η φωνή του ήταν η απέραντη θλίψη του κυριακάτικου απογεύματος, που τελείωνε με το τελευταίο σφύριγμα του «ρέφερι»…
Η φωνή του, συνδεδεμένη με το Σάββατο, που πληρωνόταν ο πατέρας και μαζί με τα «ψώνια» για το σπίτι έφερνε και το 45αράκι δισκάκι…
Η φωνή του Καζαντζίδη και τα τραγούδια του ευωδίαζαν όπως το «κοκκινιστό» της μάνας την Κυριακή, ήταν τα «ψιλά» στην τσέπη ενός φαντάρου για το τζούκ μπόξ στο μαγερειό έξω από το στρατόπεδο, ήταν η επιγραφή «Γυρίζω απ’ τη νύχτα» στο πίσω μέρος ενός φορτηγού που κατάπινε ατέλειωτα μουσκεμένα χιλιόμετρα στην Εθνική…
Η φωνή του ήταν το δάκρυ του ‘Ακη Πάνου όταν τον άκουγε να τραγουδάει: «Είναι τόσο σκληρός ο αγώνας, μα τόσο γλυκός, Είναι τόσο μεγάλη η ζωή όταν ζείς διαρκώς…»
Ο Στέλιος Καζαντζίδης γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1931 στη Νέα Ιωνία, στην οδό Αλαείας 33. Ο πατέρας του Χαράλαμπος ήταν από το χωριό Καβάκλιτσα στα Κοτύωρα στον Πόντο και η μητέρα του Γεσθημανή από την Αλάγια της Κιλικίας. Γνωρίστηκαν στα Πετράλωνα και παντρεύτηκαν το 1923.
Ο Χαράλαμπος Καζαντζίδης διώχθηκε σκληρά από τους συνεργάτες των Ναζί, καθώς είχε πάρει μέρος στην Εθνική Αντίσταση και πέθανε το 1946.
«Η ορφάνια» αφηγήθηκε αργότερα ο Στέλιος Καζαντζίδης, με έριξε από μικρό στη βιοπάλη. Πούλησα νερό με στάμνα στην οδό Αθηνάς, τσιγάρα στην Ομόνοια, να κοιμάμαι πάνω στις σχάρες της πλατείας γιατί από κάτω δούλευαν κάτι μοτέρ που παρήγαγαν ρεύμα και είχε λίγη ζεστούλα, κι αυτό γιατί το εισιτήριο για την επιστροφή στο σπίτι με το γκαζοζέν ήταν ακριβό… Όταν μ’ έπιανε ο αστυφύλακας απ’ το αυτί για να με πάει στο Τέταρτο Αστυνομικό Τμήμα για να μου γίνουν συστάσεις – επειδή απαγορευόταν να πουλάς τσιγάρα, για προστασία στα περίπτερα, γιατί τις άδειες των περιπτέρων τις είχαν κάποιοι ανάπηροι όπως μας έλεγαν τότε – το αυτί μου το κάναν ένα μέτρο από το τράβηγμα. Ε, όλα αυτά, το παιδί τα καταπίνει και τα μαζεύει. Γίνονται αποθέματα… και όταν δοθεί η ευκαιρία τα βγάζει από μέσα του.
Και κάστανα έβραζα μόνος μου στις τρείς τη νύχτα και έβαζα το καλάθι στον ώμο – 50 οκάδες ζύγιζε – και πήγαινα να τα πουλήσω στο εργατικό κέντρο της Νέας Ιωνίας. Και πολλές άλλες, πάντα τίμιες δουλειές. Σε εργοστάσια έχω δουλέψει, κλωστήρια, υφαντουργεία και όλα αυτά βγαίνουν στην ερμηνεία μου.
Μια Πρωτοχρονιά ήρθε στην Ομόνοια η Νίνου, αυτή η ψυχούλα και μεγάλη φωνή και μας κέρασε μπουγάτσα. Ημασταν γύρω στα 40 άτομα όλοι τίμια παιδιά που δουλεύαμε…
Είναι κάτι που έχει χαραχτεί στο μυαλό και την ψυχή μου. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση… Αυτή την Πρωτοχρονιά και αυτή τη χειρονομία δεν θα την ξεχάσω ποτέ…»
Το τραγούδι ήταν πάντα μέσα στην ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη. «Αργότερα στο εργοστάσιο της Λανατέξ, κατά την διάρκεια της εργασίας, όταν έπιανα κάποιο σκοπό οι εργάτες σταμάταγαν την δουλειά και με χάζευαν. Μάλιστα ο εργοστασιάρχης μου είχε χαρίσει μια κιθάρα και σιγά-σιγά άρχισα να τη γρατζουνάω».
Τον ακούει να τραγουδάει τυχαία ο γείτονάς του Μάνθος Βενέτης και του προτείνει να μπει στο συγκρότημα που έφτιαχνε.
«Ξεκίνησα από ταβερνάκια. Μαζί με φίλους απ’ την περιοχή παίζαμε και τραγουδούσαμε τα Σαββατοκύριακα. Φαί, κρασί και λίγο χαρτζιλίκι. Αυτή ήταν η αμοιβή μας…» θα πει αργότερα ο Καζαντζίδης.
Ήταν ο τυφλός συνθέτης και μαέστρος της Κολούμπια, Στέλιος Χρυσίνης που δίδαξε στον Στέλιο Καζαντζίδη τα μυστικά του τραγουδιού. «Σε αυτόν με πήγε ο Μπάμπης ο Βασιλειάδης, που ήταν μεγάλος στιχουργός και με είχε ακούσει στα ταβερνάκια που εμφανιζόμουνα».